ανεμπόδιστος
11ἀνεμπόδιστα — ἀνεμπόδιστος unhindered neut nom/voc/acc pl …
12ἀνεμπόδιστε — ἀνεμπόδιστος unhindered masc/fem voc sg …
13ἀνεμπόδιστοι — ἀνεμπόδιστος unhindered masc/fem nom/voc pl …
14Liste Des Prénoms Grecs — Sommaire 1 Origine des prénoms grecs 2 Attribution des prénoms 3 Fêtes 4 Transcription et translittération …
15Liste des prenoms grecs — Liste des prénoms grecs Sommaire 1 Origine des prénoms grecs 2 Attribution des prénoms 3 Fêtes 4 Transcription et translittération …
16Liste des prénoms grecs — Sommaire 1 Origine des prénoms grecs 2 Attribution des prénoms 3 Fêtes 4 Transcription et translittération …
17άθυρος — η, ο (AM ἄθυρος, ον) αυτός που δεν έχει θύρα, πόρτα, φραγμό, ο ανοιχτός αρχ. μτφ. ελεύθερος, ανεμπόδιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + θύρα. ΣΥΝΘ. αθυρόστομος, αρχ. ἀθυρόγλωττος] …
18έκηλος — ἕκηλος, ον, δωρ. τ. ἕκαλος, ον (Α) 1. ήσυχος, αμέριμνος, ξέγνοιαστος 2. αυτός που ενεργεί χωρίς εμπόδιο, ανεμπόδιστος 3. (για αγρό) ακαλλιέργητος, χέρσος 4. (για δέντρα) αυτός που δεν κινείται από άνεμο ή καταιγίδα, ασάλευτος 5. (το ουδ. πληθ. ως …
19αδιακώλυτος — η, ο [διακωλύω] αυτός που δεν παρεμποδίστηκε, απαρεμπόδιστος, ανεμπόδιστος …
20ακώλυτος — η, ο (Α ἀκώλυτος, ον) αυτός που δεν κωλύεται, ο ανεμπόδιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + κωλυτός < κωλύω. ΠΑΡ. αρχ. ἀκωλυτί] …