-
1 лифт
лифт м о ανελκυστήρας, το ασανσέρ· подниматься (спускаться) на \лифте ανεβαίνω ( κατεβαίνω) με το ασανσέρ* * *мο ανελκυστήρας, το ασανσέρподнима́ться (спуска́ться) на лифте — ανεβαίνω (κατεβαίνω) με το ασανσέρ
-
2 гидроподъёмник
ο υδραυλικός ανελκυστήρας, η υδραυλική μηχανή ανύψωσης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гидроподъёмник
-
3 леватор
(мышца) о ανελκυστήραςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > леватор
-
4 лифт
ο ανελκυστήρας, ο αναβατήραςразг. το ασανσέρ (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > лифт
-
5 молокоподъёмник
ο ανελκυστήρας του γάλακτος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > молокоподъёмник
-
6 подъёмник
ο ανελκυστήρας, ο αναβατήρας, ο ανυψωτήρας, разг. το ασανσέρ (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подъёмник
-
7 судоподъёмник
мор. о ανελκυστήρας των σκαφών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > судоподъёмник
-
8 элеватор
1. с.-х. о σιρός, η σιταποθήκη, το σιλό (ξεν.) 2. тех. ο αναβατήρας, ο ανελκυστήρας, ο ανυψωτήρας 3. (хирургический инструмент) ο ανυψωτήρας (стоматологический инструмент) το εργαλείο ανύψωσης των ιστών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > элеватор
-
9 подъемник
подъемникм ὁ ἀνελκυστήρας, τό ἀσανσέρ / ὁ ἀνυψωτήρ, ὁ γερανός, τό βίντσι, τό βαροῦλκο[ν] (для грузов). -
10 элеватор
элеваторм1. с.-х. τό σιλό, ὁ σιρός·2. тех. ὁ ἀνηψωτήρας [-ήρ], ὁ ἀνελκυστήρας [-ήρ]. -
11 ворот
ворот 1-а α.γιακάς, περιλαίμιο•широкий ворот πλατύς γιακάς.
εκφρ.схватить за ворот – αρπάζω (πιάνω) από το γιακά.ворот 2-а α.ανελκυστήρας, μαγγάνι. -
12 лифт
-а α.ανελκυστήρας, αναβατήρας, ασανσέρ. -
13 машина
-ы θ.1. μηχανή•паровая машина ατμομηχανή•
швейная машина ραπτομηχανή•
вязальная машина η πλεκτομηχανή•
печатная машина τυπογραφική μηχανή•
сельскохозяйственные -ы αγροτικές μηχανές•
уборочная машина συλλεκτική μηχανή•
подъёмная машина ανελκυστήρας•
наборочная машина λινοτυπική μηχανή•
машина для стрижки волос κουρευτική μηχανή•
счётная машина λογιστική μηχανή•
собирать -у συναρμολογώ μηχανή.
|| (συνεκδ.) государственная машина η κρατική μηχανή ή μηχανισμός•адская машина ωρολογιακή βόμβα.
2. αυτοκίνητο•легковая машина η κούρσα.
(αθλτ.) ποδήλατο ή μοτοσικλέτα. || γραφομηχανή. || παλ. τραίνο επιβατικό.3. μουσικό μηχανικό όργανο (λατέρνα κ.τ.τ.). -
14 подъёмник
-а α.αναβατήρας ανυψωτήρας ή ανελκυστήρας• γερανός, βαρούλκο, βίντσι. -
15 судоподъёмник
-а α.ανελκυστήρας σκαφών γερανός.
См. также в других словарях:
ανελκυστήρας — Συσκευή για την κατακόρυφη μεταφορά ατόμων. Ορισμένα κείμενα Λατίνων συγγραφέων οδηγούν στην υπόθεση ότι οι πρώτοι υποτυπώδεις α. ανάγονται στον 1ο αι. μ.Χ. Η λειτουργία των εγκαταστάσεων αυτών προϋπέθετε φυσικά ανθρώπινη ή ζωική έλξη. Μόνο στις… … Dictionary of Greek
ανελκυστήρας — ο ανυψωτήρας (ασανσέρ), μηχανική συσκευή για την κατακόρυφη μεταφορά ανθρώπων ή φορτίων: Οι ανελκυστήρες λειτουργούν με ηλεκτρικό ρεύμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναβατήρας — ( τήρ), ο 1. σκαλοπάτι, σκάλα 2. ανελκυστήρας, ασανσέρ 3. σκαλοπάτι οχήματος, μαρσπιέ 4. ο αναβολέας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναβαίνω. Η λ. με τη σημασία «σκαλοπάτι οχήματος» μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα «Ακρόπολις»] … Dictionary of Greek
ανελκύω — (Μ ἀνελκύω) 1. τραβώ προς τα επάνω ή προς τα έξω, βγάζω 2. (για πλοίο) ανασύρω, ανυψώνω, ανελκύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανείλκυσα (αόρ. του ανέλκω). ΠΑΡ. ανέλκυση ( ις), νεοελλ. ανελκυστήρας ( τήρ)] … Dictionary of Greek
Νταλ, Ρόαλντ — (Roald Dal, Λάνταρ, Νότια Ουαλία 1913 –). Άγγλος συγγραφέας. Οι γονείς του ήταν Νορβηγοί. Σπούδασε στην Αγγλία (Σχολή Ρέπτον), όπου και ζει. Σταδιοδρόμησε ως στέλεχος της μεγάλης εταιρείας πετρελαιοειδών Σελ. Έλαβε μέρος κατά τον Β’ Παγκόσμιο… … Dictionary of Greek
αναβατήρας — ο ο ανελκυστήρας, το ασανσέρ: Όλες σχεδόν οι πολυκατοικίες διαθέτουν αναβατήρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ασανσέρ — το (λ. γαλλ.), ο ανελκυστήρας: Το σπίτι είναι παλιό και δεν έχει ασανσέρ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)