ανεκτέλεστος
11ατελής — Γένος πλατύρρινων πιθήκων της τάξης των πρωτευόντων θηλαστικών. Περιλαμβάνει διάφορα είδη, που ζουν στην Κεντρική και Νότια Αμερική κατ’ αγέλες στα ισημερινά δάση. Ένα είδος που ζει στη Βραζιλία (ateles paniscus) έχει σώμα λεπτό, μικρό κεφάλι,… …
12ατελεύτητος — η, ο (AM ἀτελεύτητος, ον) [τελευτώ] ο χωρίς τέλος, ο αιώνιος («ζωὴ ἀτελεύτητος») αρχ. 1. αυτός που δεν έχει περατωθεί, ατελής, ασυμπλήρωτος 2. ανεκπλήρωτος, ανεκτέλεστος 3. (για πρόσωπα) άκαμπτος, ασυμβίβαστος …
13ετώσιος — ἐτώσιος, ον (Α) (επικ. επίθ.) 1. μάταιος, άσκοπος («βέλος ὠκὺ ἐτώσιον ἔκφυγε χειρός», Ομ. Ιλ.) 2. ανωφελής, άχρηστος, περιττός («σὺ δ ἐτώσια πόλλ ἀγορεύσεις», Ησίοδ.) 3. αυτός που δεν έχει φθάσει εις πέρας, ανεκτέλεστος, ατέλειωτος («τὸ δ ἔργον… …
14ματαιώνω — (ΑM ματαιῶ, όω) [μάταιος] καθιστώ κάτι μάταιο, ανώφελο νεοελλ. 1. εμποδίζω ή αναχαιτίζω την εκτέλεση ή την πραγματοποίηση κάποιας προγραμματισμένης ενέργειας («την τελευταία στιγμή, η άμεση αντίδραση τού λαού ματαίωσε το πραξικόπημα») 2. ακυρώνω …
15άφτιαστος, -η, -ο — και άφκιαστος, η, ο και χτος, η, ο 1. ανεκτέλεστος, ακατασκεύαστος: Το τραπέζι το έχει ακόμη άφτιαχτο. 2. ακαλλώπιστος: Ποτέ δεν την είδα άφτιαχτη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
16αδιενέργητος — η, ο ανεκτέλεστος, εκκρεμής: Όταν ανέλαβε υπηρεσία είδε ότι πολλές υποθέσεις ήταν αδιενέργητες …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
- 1
- 2