ανεβοκατεβάζω
1ανεβοκατεβάζω — ανεβοκατεβάζω, ανεβοκατέβασα βλ. πίν. 35 …
2ανεβοκατεβάζω — 1. ανεβάζω και κατεβάζω συνέχεια ή διαδοχικά 2. κάνω συνεχώς ανατίμηση και υποτίμηση …
3ανεβοκατεβάζω — ασα, άστηκα, ασμένος 1. ανεβάζω και κατεβάζω κάτι επανειλημμένα: Γιατί ανεβοκατεβάζεις το πανί της βάρκας; 2. αυξάνω και μειώνω επανειλημμένα την τιμή κάποιου εμπορεύματος: Ανεβοκατεβάζουν την τιμή του λαδιού …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ανεβοκατέβασμα — το η πράξη του ανεβοκατεβάζω ή του ανεβοκατεβαίνω …
5νευστάζω — (Α νευστάζω) 1. κλίνω το κεφάλι προς τα εμπρός και κάτω 2. κάνω νεύμα («ὀφρύσι νευστάζων», Ομ. Οδ.) 3. νυστάζω, ανεβοκατεβάζω το κεφάλι από τη νύστα αρχ. (για ζώα) χαμηλώνω τα κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό μεταρηματ. παράγωγο τού νεύω (πρβλ.… …