ανδρόγυνης
1ανδρογύνης — ο 1. ερμαφρόδιτος 2. θηλυπρεπής, κίναιδος …
2ανδρόγυνος — η, ο (AM ἀνδρόγυνος ον) κοινός στους άνδρες και στις γυναίκες («ανδρόγυνα λουτρά») νεοελλ. αρχ. το αρσ. ως ουσ. ο ανδρόγυνος ανδρόγυνης αρχ. (σχετικά με γυναίκες) λεσβιακός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + γυνος (< γυνή)] …
3γυναίκα — Ο άνθρωπος θηλυκού γένους. Με τον όρο γ. υποδηλώνεται επίσης η ώριμη για γάμο νέα. Στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 υπάρχει διάταξη (άρ. 4, παρ. 2) σύμφωνα με την οποία «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Με τη… …
4ԱՅՐԱԿԻՆ — ( ) NBH 1 0097 Chronological Sequence: 5c, 6c ա.գ. Այն՝ որ իցէ համանգամայն այր եւ կին. որ եւ ԱՐՈՒԷԳ ասի. եւս եւ կամաւոր ներքինացեալ. կամ իգացեալ. կնամարդի. ἁνδρόγυνος, ἁνδρογύνης androgynus, semimas semifemina & semivir, castratus եւ effeminatus… …
5ανδρόγυνος, -ο — και ανδρόγυνο, το και ανδρογύνης, ο 1. ο αρσενικοθήλυκος. 2. «ανδρόγυνα φυτά», αυτά που έχουν αρσενικά και θηλυκά άνθη στην ίδια ταξιανθία …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)