ανδρικός
61Νοταράς — Επώνυμο αγωνιστών του 1821 από την Κορινθία. 1. Ανδρίκος. Αδελφός του Σωτήριου (βλ. 5.). Κατά την πολιορκία του Ακροκόρινθου από τους επίσκοπο Δαμαλών Ιωνά, Πετμεζά και Γ. Κριεζή (23 Μαρτίου 1821), πιάστηκε όμηρος και φυλακίστηκε στο φρούριο της… …
62Πορτογαλία — Κράτος της Νοτιοδυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Α με την Ισπανία, ενώ στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεναό.H πορτογαλική Δημοκρατία αποτελείται από την κυρίως Πορτογαλία, το αρχιπέλαγος των Aζορών και το νησί Mαδέρα, που έχουν συνολική έκταση… …
63ԱՅՐԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 1 0097 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 11c, 12c ա. Սեպհական առն մարդոյ. եւ մարդկային. մարդկեղէն. ἁνδρικός, κη, κον virilis, humanus էրիկ մարդու, մարդու. *Այրականին Յիսուսի աստուածագործութեանն: Զայրականսն Յիսուսի… …
64ԱՐԻԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 1 0358 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c, 11c, 12c ա. ἁνδρικός, νεανικός virilis, generosus, strenuus Սեպհական եւ մեծ փութով: Պիտոյ է քաջ եւ արիական անձն ունել. Ոսկ. յհ. ՟Բ 8: *արիական քաջութիւն, կամ մրցմունք …
65αντρίκειος — εια, ειο ανδρικός, παλικαρίσιος: Όλα αυτά τα δύσκολα χρόνια η στάση του ήταν αντρίκεια …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
66κἀνδρικῶς — ἀνδρικῶς , ἀνδρικός masculine adverbial …
67ἀνδρικωτέραν — ἀνδρικωτέρᾱν , ἀνδρικός masculine fem acc comp sg (attic doric aeolic) …
68ἀνδρικάς — ἀνδρικά̱ς , ἀνδρικός masculine fem acc pl …