ανδρικός
1ανδρικός — ή, ό και αντρικός (Α ἀνδρικός, ή, όν) 1. εκείνος που ανήκει ή αφορά σε άνδρα, ανδροπρεπής, αντρίκιος 2. ανθεκτικός, καρτερικός, θαρραλέος αρχ. 1. εκείνος που αποτελείται από άνδρες 2. μεγάλος, μεγάλης χωρητικότητας (κύλιξ) 3. το ανδρικόν ανδρεία …
2ἀνδρικός — ἀ̱νδρικός , ἀνδρίζω make a man of perf part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἀνδρικός masculine masc nom sg …
3ανδρικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που ανήκει σε άντρα: Στο κατάστημα αυτό πουλούν μόνο ανδρικά είδη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4Ανδρίκος, Δημήτριος — Αγωνιστής του 1821 από την Αθήνα. Ο Μακρυγιάννης τον αναφέρει ως υπόδειγμα γενναίου πολεμιστή. Για την πατριωτική του δράση παρασημοφορήθηκε …
5ἀνδρικά — ἀνδρικός masculine neut nom/voc/acc pl ἀνδρικά̱ , ἀνδρικός masculine fem nom/voc/acc dual ἀνδρικά̱ , ἀνδρικός masculine fem nom/voc sg (doric aeolic) …
6ἀνδρικώτερον — ἀνδρικός masculine adverbial comp ἀνδρικός masculine masc acc comp sg ἀνδρικός masculine neut nom/voc/acc comp sg …
7ἀνδρικωτάτων — ἀνδρικός masculine fem gen superl pl ἀνδρικός masculine masc/neut gen superl pl …
8ἀνδρικωτέρων — ἀνδρικός masculine fem gen comp pl ἀνδρικός masculine masc/neut gen comp pl …
9ἀνδρικῶν — ἀνδρικός masculine fem gen pl ἀνδρικός masculine masc/neut gen pl …
10ἀνδρικόν — ἀνδρικός masculine masc acc sg ἀνδρικός masculine neut nom/voc/acc sg …