ανδρικός

  • 51αρσενογενής — ἀρσενογενής, ές (Α) ο ανδρικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρσην, ενος + γενής < γένος] …

    Dictionary of Greek

  • 52γυναικικός — γυναικικός, ή, όν (Α) αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στο γυναικείο φύλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυνή, γυναικός (πρβλ. ανδρικός)] …

    Dictionary of Greek

  • 53κύπασσις — κύπασσις, εως και κύπαττις, ιδος και, κατά τον Ησύχ., κυπασίς, ίδος, ὁ, ἡ (Α) κοντός ανδρικός, ή και γυναικείος, χιτώνας που έφθανε μέχρι το μέσο τού μηρού («πάρ δέ ζώματα πολλὰ καὶ κυπάττιδες», Αλκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ.… …

    Dictionary of Greek

  • 54ολοανδρικός — και ολανδρικός, ή, ό φρ. «ολοανδρική κληρονομικότητα» βιολ. μορφή κληρονομικότητας κατά την οποία οι χαρακτήρες μεταβιβάζονται από πατέρα σε γιο σε όλα τα είδη στα οποία το αρσενικό φύλο είναι ετερογαμικό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 55πουκαμίσα — η, Ν 1. μακρύ πουκάμισο που φοριέται κατά τον ύπνο, νυχτικό 2. ανδρικός χιτώνας που φτάνει μέχρι τα πόδια 3. φαρδύ και μακρύ γυναικείο πουκάμισο που φοριέται συνήθως έξω από τη φούστα ή το πανταλόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πουκάμισο + κατάλ. α (πρβλ. βράκ …

    Dictionary of Greek

  • 56σαρίκι — και σαρίκιο, το, Ν 1. λεπτό λευκό ύφασμα που τυλίγουν οι μωαμεθανοί ιερωμένοι και άλλοι επίσημοι μουσουλμάνοι γύρω από το φέσι 2. κάλυμμα τού κεφαλιού από περιτυλιγμένη ταινία που φορούν οι Ινδοί 3. η κίδαρις* τών αρχαίων Περσών 4. ανδρικός… …

    Dictionary of Greek

  • 57τιτθός — ὁ, Α 1. ο γυναικείος μαστός, καθώς και η θηλή του («ἡ γυνὴ ἀπῄει κάτω καθευδήσουσα ὡς τὸ παιδίον, ἵνα τὸν τιτθὸν αὐτῷ διδῷ καὶ μὴ βοᾷ», Λυσ.) 2. (σπάν.) ο ανδρικός μαστός 3. άτομο που έχει αναλάβει την ανατροφή κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ.… …

    Dictionary of Greek

  • 58Αλεξόπουλος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αγγελάκης. Καταγόταν από τους Λαπαναγούς Καλαβρύτων. Υπηρέτησε υπό τις διαταγές των Ν. και B. Πετμεζά σε πολλές επιχειρήσεις του Αγώνα. 2. Αθανάσιος. Καταγόταν από τον Γαλατά Μεσολογγίου. Πολέμησε με τον Δ. Μακρή ως …

    Dictionary of Greek

  • 59αφιλόθριξ — (aphilothrix). Γένος υμενοπτέρων εντόμων της οικογένειας των κυνιπιδών. Είναι παλαιότερη ονομασία μιας μορφής, των παρθενογενετικών θηλυκών, του εντόμου ανδρίκος. Η άλλη μορφή, που αναπαράγεται με αμφιγονία, ονομαζόταν βιόρριζα. Ζουν μέσα στα… …

    Dictionary of Greek

  • 60Μουσείο, Αρχαιολογικό Παλαίπαφου (Κύπρου), Τοπικό — Περίπου ένα χιλιόμετρο από τη νότια ακτή της Κύπρου, σε ένα λόφο, υψωνόταν το διάσημο κατά τους ελληνορωμαϊκούς χρόνους ιερό της Αφροδίτης. Εδώ κατασκεύασαν αργότερα οι σταυροφόροι το μικρό φρούριο La Covocle (από αυτό προέρχεται και το όνομα του …

    Dictionary of Greek