ανδρικά

  • 11ανδρίζω — ἀνδρίζω (AM) μσν. 1. δυναμώνω, ενισχύω 2. μέσ. ἀνδρίζομαι α) δείχνω ανδρεία β) αναθαρρώ αρχ. 1. κάνω κάποιον γενναίο 2. μέσ. α) ανδρώνομαι β) φέρομαι ως άνδρας γ) (για γυναίκα) φορώ ανδρικά ενδύματα δ) συνουσιάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός +… …

    Dictionary of Greek

  • 12ανδροποιός — ἀνδροποιός, όν (Α) αυτός που καθιστά κάποιον άνδρα, που του εμπνέει ανδρικά αισθήματα …

    Dictionary of Greek

  • 13ανδρόβουλος — ἀνδρόβουλος, ον (Α) (για γυναίκα) αυτή που έχει ανδρικά φρονήματα …

    Dictionary of Greek

  • 14ανδρώδης — ἀνδρώδης, ῶδες (Α) 1. ανδρικός, αντρίκιος 2. ανδρείος, γενναίος 3. επίρρ. ἀνδρωδῶς ανδρικά, αντρίκια …

    Dictionary of Greek

  • 15βλαύτη — βλαύτη, η (Α) πληθ. αἱ βλαῡται πολυτελὴ ἀνδρικὰ σανδάλια, παντόφλες, για τα συμπόσια και τα γυμναστήρια. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης] …

    Dictionary of Greek

  • 16γυνανδρία — η 1. παθολογική κατάσταση γυναίκας η οποία εμφανίζει ανδρικά ψυχικά χαρακτηριστικά και ενδεχομένως ομοφυλοφιλικές τάσεις 2. η ιδιότητα τών γύνανδρων φυτών …

    Dictionary of Greek

  • 17ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …

    Dictionary of Greek

  • 18καραμάντουλο — το και καραμάντολα, η είδος μαύρου μάλλινου ή και βαμβακερού υφάσματος με στιλπνή τη μια όψη, με το οποίο κατασκευάζουν ελαφρά γυναικεία παπούτσια ή παντόφλες και, στην Κρήτη, ανδρικά πουκάμισα, βράκες και μαντίλια τής κεφαλής. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά… …

    Dictionary of Greek

  • 19κασμίρι — το μάλλινο λεπτό ύφασμα με το οποίο κατασκευάζονται ανδρικά ή γυναικεία εξωτερικά ενδύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. cashmere (< Kashmir, περιοχή τής βόρειας Ινδικής Χερσονήσου) …

    Dictionary of Greek

  • 20περίνεο(ν) — το, ΝΜΑ, και περίναιον, τὸ, περίνεος και περίναιος, ὁ, Α η περιοχή που αποτελεί τη βάση τής ελάσσονος πυέλου, δηλαδή τής μικρής λεκάνης, στο επίπεδο τής οποίας βρίσκονται τα έξω γεννητικά όργανα και ο πρωκτός («μηροῡ δὲ καὶ γλουτοῡ τὸ ἐντός,… …

    Dictionary of Greek