-
1 αναφορά
[анафора] ουσ. θ. сообщение, доклад, донос,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αναφορά
-
2 заявление
заявление с 1) η δήλωση сделать \заявление δηλώνω 2) (ходатайство) η αίτηση, η αναφορά написать \заявление κάνω αναφορά, υποβάλλω αίτηση* * *с1) η δήλωσηсде́лать заявле́ние — δηλώνω
2) ( ходатайство) η αίτηση, η αναφοράнаписа́ть заявле́ние — κάνω αναφορά, υποβάλλω αίτηση
-
3 рапорт
рапортм ἡ ἀναφορά, ἡ ἔκθεση [-ις]:отдавать \рапорт δίνω ἀναφορἄ подавать \рапорт δίνω γραπτή ἀναφορά· подавать \рапорт об отставке ὑποβάλλω παραίτηση. -
4 отрапортовать
-туго, -туешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отрапортованный, βρ: -ван, -а, -оρ.σ.αναφέρω, δίνω αναφορά•он вытянулся и -ал αυτός τεντώθηκε καλά και έδοσε αναφορά.
|| μτφ. προφέρω, απαντώ ζωηρά και καθαρά (όπως στην αναφορά). -
5 рапорт
-
6 рапортовать
-туто -туешь, ρ.δ.κ.σ. αναφέρω, δίνω (στρατιωτική) αναφορά• υποβάλλω αναφορά.αναφέρω, δίνω αναφορά. -
7 отчет
ο απολογισμός, η αναφορά, η έκθεσηгодовой - η ετήσια έκθεση, ετήσιος -ежегодный - η ετήσια έκθεση, ετήσιος -периодический - η περιοδική αναφορά/έκθεσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > отчет
-
8 обращение
обращение с 1) η έκκληση το διάγγελμα (призыв)' η αναφορά (заявление) 2) (обхождение) η συμπεριφορά, το φέρσιμο 3) (с чём-л.) η μεταχείριση· ο χειρισμός (умение обращаться)' η χρήση (применение)* * *с2) ( обхождение) η συμπεριφορά, το φέρσιμο3) (с чем-л.) η μεταχείριση; ο χειρισμός ( умение обращаться); η χρήση ( применение) -
9 рапорт
-
10 ссылка
I ссылка I ж (указание) η αναφορά, η παραπομπή II ссылка II ж η εξορία* * *I ж( указание) η αναφορά, η παραπομπήII жη εξορία -
11 доклад
-а α.1. εισήγηση, έκθεση• ομιλία, διάλεξη•отчтный доклад απολογιστική έκθεση•
о происхождении человека διάλεξη για την καταγωγή του ανθρώπου.
2. αναφορά (γραπτή ή προφορική)•доклад директору αναφορά στο διευθυντή.
3. ειδοποίηση;•без -ав кабинет не входят χωρίς ειδοποίηση δεν μπαίνουν στο γραφείο.
-
12 явка
-и θ.1. εμφάνιση, η παρουσία, ερχομός, προσέλευση, άφιξη•явка обязательна η παρουσία είναι υποχρεωτική•
явка на суд η εμφάνιση στο δικαστήριο.
2. γιάφκα, μέρος συνάντησης παράνομων μελών οργάνωσης.3. παλ. ανακοίνωση αναφορά•явка о побеге преступника ανακοίνωση για απόδραση εγκληματία•
явка о краже αναφορά (στις αρχές) για κλοπή.
-
13 анафора
литер. η αναφορά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > анафора
-
14 ведомость
ο κατάλογοςο πίνακαςτο δελτίοη κατάστασητο μητρώοплатежная - см. расчётная -сводная - η αναφορά/έκθεση της οικονομικής κατάστασης- учёта времени затраченного на погрузку и выгрузку судна - см. тайм -шит ведомствоη διεύθυνση, η υπηρεσίαη αρχήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ведомость
-
15 восхождение
астр. η αναφορά του αστέραпрямое - ορθή -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > восхождение
-
16 докладная
(записка) η αναφορά (γραπτό σημείωμα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > докладная
-
17 записка
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > записка
-
18 обращение
1. (вращение вокруг своей оси) η περιστροφή 2. (циркуляция, напр. в системе) η κυκλοφορίαпускать в - что-л. βάζω κάτι σε -3. (адресование) η αναφορά, η παραπομπή(просьба речь) η έκκληση, η επίκληση4. (превращение) η μεταμόρφωση, η μεταβολή, η μετατροπή 5. (манипулирование) ο χειρισμός 6. грам. η προσφώνηση (σε κλητική πτώση).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обращение
-
19 отчётность
1. (документация) τα απολογιστικά έγγραφα 2. (действие) η αναφορά, ο απολογισμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отчётность
-
20 повтор I.см. повторение
2. литер. η αναφορά, η επαναφορά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > повтор I.см. повторение
См. также в других словарях:
ἀναφορά — ἀναφορά̱ , ἀναφορά coming up fem nom/voc/acc dual ἀναφορά̱ , ἀναφορά coming up fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναφορᾷ — ἀναφορά coming up fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναφορά — η 1. προφορική ή γραπτή έκθεση κατώτερου σε ανώτερο: Έκαμα την αναφορά μου για όσα έγιναν. 2. γραπτή έκθεση ιδιώτη σε δημόσια αρχή: Για όλα αυτά τα στραβά έκαμα αναφορά στη Νομαρχία. 3. η καθημερινή ανακοίνωση στο διοικητή στρατιωτικής μονάδας… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναφορά — Προφορική ή γραπτή έκθεση από κατώτερο σε ανώτερο· γραπτή έκθεση από ιδιώτη σε δημόσια αρχή· καθημερινή ανακοίνωση στον διοικητή μιας στρατιωτικής μονάδας για κάθε πράγμα που αφορά την υπηρεσία ή τους αξιωματικούς και τους οπλίτες (α. λόχου,… … Dictionary of Greek
ορθή αναφορά — Μία από τις λεγόμενες ουρανογραφικές συντεταγμένες, που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό της θέσης ενός άστρου στην ουράνια σφαίρα. Βασικά επίπεδα σε αυτό το σύστημα είναι το επίπεδο του ουράνιου ισημερινού και το επίπεδο του μέγιστου κύκλου… … Dictionary of Greek
ἀναφορᾶι — ἀναφορᾷ , ἀναφορά coming up fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναφοράν — ἀναφορά̱ν , ἀναφορά coming up fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναφοράς — ἀναφορά̱ς , ἀναφορά coming up fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναφοραῖς — ἀναφορά coming up fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναφοραί — ἀναφορά coming up fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναφορᾶς — ἀναφορά coming up fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)