ανασηκωμένη

  • 1ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …

    Dictionary of Greek

  • 2επικάρσιος — ἐπικάρσιος, α, ον και ος, ον (Α) 1. εγκάρσιος, πλάγιος, που σχηματίζει γωνία, ιδίως ορθή 2. (για ιστιοφόρο σε θύελλα) πλαγιασμένος, που έχει κλίση προς τη μία πλευρά ή που έχει την πλώρη μέσα στη θάλασσα και την πρύμνη ανασηκωμένη 3. (για ύφασμα) …

    Dictionary of Greek

  • 3βαλτική φυλή — Ανθρώπινη φυλή διαδεδομένη στην κεντρική Ευρώπη, μεταξύ των σλαβικών λαών, και κυρίως στις Βαλτικές χώρες (Λετονία, Εσθονία, Λιθουανία), καθώς επίσης στη Λευκορωσία, στην Πρωσία και στην κεντρική Ρωσία. Σε μερικά φυσικά γνωρίσματα θυμίζει τη… …

    Dictionary of Greek

  • 4Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …

    Dictionary of Greek

  • 5Μάλι — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα ΒΑ με την Αλγερία, στα Α με τη Δημοκρατία του Νίγηρα, στα Δ με τη Μαυριτανία και τη Σενεγάλη και στα Ν με τη Γουινέα, την Ακτή του Ελεφαντοστού και την Μπουρκίνα Φάσο.Χώρα αποκλειστικά ηπειρωτική, χωρίς… …

    Dictionary of Greek

  • 6προάνθρωποι — Απολιθωμένα ευρήματα που ανήκουν σε ανθρωποειδείς πιθήκους, γνωστούς και ως αυστραλοπιθηκίδες. Βρέθηκαν σε διάφορες περιοχές του πλανήτη μας, κυρίως όμως στη νότια Αφρική, την Κένυα και την Τανζανία. Υπολογίζεται ότι έζησαν από το κατώτερο… …

    Dictionary of Greek