αναρτώ
1αναρτώ — αναρτώ, ανάρτησα βλ. πίν. 60 …
2αναρτώ — (Α ἀναρτῶ, άω) κρεμώ κάτι, στηρίζω κάτι κάπου αρχ. μτφ. 1. εξαρτώ κάτι από κάπου 2. προσηλώνω 3. (μέσ., ώμαι) α. (για εδάφη) προσαρτώ, υποτάσσω σε κάποιον β. κάνω κάποιον να προσκολληθεί, να ενδιαφερθεί για άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + αρτώ… …
3αναρτώ — ησα, ήθηκα, ημένος, κρεμώ: Στους τοίχους του μαγαζιού είχε αναρτημένες λιθογραφίες με σκηνές από τον πόλεμο του 1912 …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4κρεμώ — και κρεμάζω και κρεμνώ, μέσ. παθ. κρεμώμαι και κρέμομαι και κρέμο(υ)μαι και κρεμ(ν)ιέμαι (AM κρεμῶ, άω και κρεμνῶ, άω και κρεμάζω, μέσ. παθ. κρέμομαι, Α και κρεμάννυμι και κρεμαννύω, επικ. τ. κρεμόω, Μ και κρεμμῶ, μέσ. παθ. κρέμομαι και κρέμουμαι …
5προεξαρτώ — άω, Α αναρτώ, κρεμώ κάτι μπροστά. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐξαρτῶ «αναρτώ, κρεμώ»] …
6προσαναρτώ — άω, Α 1. αναρτώ, κρεμώ κάτι ακόμη 2. παθ. προσαναρτῶμαι, άομαι συνάπτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ + ἀναρτῶ «κρεμώ, εξαρτώ»] …
7υπεραναρτώ — άω, Μ [ἀναρτῶ] αναρτώ, κρεμώ κάτι πάνω από κάτι άλλο …
8ανάπτω — (Α ἀνάπτω) (Ν και ανάβω και ανάφτω και ανάβγω) για νεοελλ. σημασία βλ. ανάβω αρχ. 1. αναρτώ, κρεμώ 2. προσφέρω ως ανάθημα σε ναό, αναθέτω, αφιερώνω 3. δένω, προσδένω, συνδέω 4. αποδίδω, αναφέρω κάτι σε κάποιον, προσάπτω 5. βάζω φωτιά, ανάβω,… …
9ανάρτηση — η (Α ἀνάρτησις) [αναρτώ] το να αναρτήσει, να στερεώσει ή να κρεμάσει κάποιος ψηλά κάτι αρχ. 1. τό κρέμασμα ως μέθοδος βασανισμού 2. η σταύρωση …
10αναδεσμώ — ἀναδεσμῶ ( έω) (Μ) δένω προς τα επάνω, αναρτώ, κρεμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + δεσμῶ] …