αναρτώ
31σημαιοστολίζω — Ν 1. αναρτώ σημαίες σε χώρο ή σε κτήριο για τον εορτασμό χαρμόσυνου γεγονότος 2. ναυτ. υψώνω τον μικρό ή τον μεγάλο σημαιοστολισμό 3. μτφ. στολίζω, διακοσμώ 4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) σημαιοστολισμένος, η, ο α) στολισμένος με σημαίες β) ειρων.… …
32σκαλώνω — Ν [σκάλα] 1. ανέρχομαι σε ψηλό ή δύσβατο τόπο με τη βοήθεια τών χεριών και τών ποδιών μου, σκαρφαλώνω, αναρριχώμαι 2. (μτβ.) αναρτώ, κρεμώ 3. μτφ. α) αγκιστρώνομαι πιάνομαι σε αιχμηρό αντικείμενο ή ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα εμπόδια έτσι ώστε… …
33συναναρτώμαι — άομαι, Α [ἀναρτῶ, ῶμαι] 1. συνάπτομαι, συνδέομαι στενά 2. κρεμιέμαι μαζί …
34συναπαρτώ — άω, Α αναρτώ, κρεμώ κάτι μαζί με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀπαρτῶ «εξαρτώ, κρεμώ»] …
35συσπανσουάρ — το, Ν άκλ. (ξεν. τ.) όργανο με το οποίο υποβαστάζεται κάτι και έλκεται προς τα πάνω, ανασπαστήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. suspensoir < γαλλ. suspendre < λατ. suspendo «κρεμώ, αναρτώ»] …
36εξαρτώ — εξάρτησα, εξαρτήθηκα, εξαρτημένος, μτβ. 1. κρεμώ κάτι από κάπου, αναρτώ. 2. μτφ., υπάγω κάτι στην εξουσία άλλου ή κάνω κάτι να είναι απαραίτητη συνέπεια άλλου, το συνδέω, το συσχετίζω: Εξαρτώ τη νίκη από το ηθικό μας. 3. το παθ. εξαρτώμαι και… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
37κοτσάρω — κότσαρα και κοτσάρισα (λ. ιταλ.) 1. προσκολλώ, αναρτώ, κρεμώ: Κότσαρε κι άλλα βαγόνια στο τρένο. 2. κατηγορώ, κακολογώ: Του κοτσάρανε πως είναι χουντικός …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
38κρεμ(ν)ώ — και κρεμ(ν)άω κρέμασα, κρεμάστηκα, κρεμασμένος 1. αναρτώ κάτι από κάποιο σημείο: Κρέμασε το καπέλο του. 2. απαγχονίζω: Θα τους κρεμάσουν τους προδότες της Κύπρου. 3. για το μέσ., βλ. κρέμομαι …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)