αναρτώ

  • 21κηλωνεύω — (Α) αναρτώ από κηλώνειο ή από άξονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κήλων, με τη σημ. «μακρύ ξύλινο δοκάρι»] …

    Dictionary of Greek

  • 22κοντεύω — (I) και κοντεύγω (Μ κοντεύω και κοντεύγω) 1. προσεγγίζω, πλησιάζω κάποιον ή κάτι, έρχομαι κοντά («κάνε υπομονή, κοντεύουμε να φτάσουμε στο χωριό») 2. φέρνω κοντά, σιμώνω («όντα θα με κοντέψουνε στής εκκλησιάς τη στράτα», Πασπάτ.) 3. (ενεργ. και… …

    Dictionary of Greek

  • 23κοτσάρω — 1. αναρτώ, κρεμώ 2. συνδέω, προσαρτώ, προσκολλώ 3. δίνω ή κάνω κάτι αιφνίδια και ανέλπιστα αντί άλλου το οποίο περίμενε κάποιος («τού ζήτησα βοδινό και μού κοτσάρει μοσχαράκι γάλακτος») 4. φορώ επιδεικτικά κάτι που δεν ταιριάζει με την περίσταση… …

    Dictionary of Greek

  • 24οσχεοαναρτήρας — ο ιατρ. ειδικός επίδεσμος για συγκράτηση τού οσχέου και τών όρχεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < όσχεο + αναρτήρας (< αναρτώ)] …

    Dictionary of Greek

  • 25παραιωρώ — έω, Α 1. κρεμώ, αναρτώ κάτι κοντά σε κάποιον ή σε κάτι («Μαρσύαο... δέρμα παρῃώρησε φυτῷ», Νόνν.) 2. (μέσ. παθ.) παραιωροῡμαι, έομαι α) κρέμομαι, αναρτώμαι κοντά σε κάτι β) (για πρόσ.) βρίσκομαι σε κίνδυνο και προσπαθώ να κρεμαστώ από κάτι για να …

    Dictionary of Greek

  • 26περιάπτω — ΝΜΑ 1. αναρτώ κάτι γύρω από κάτι άλλο και τό προσαρμόζω («περιάψης ἐλάφου κέρας», Γεωπ.) 2. προσάπτω σε κάποιον κακή ιδιότητα ή πράξη («ὀνείδη καὶ ἐμαυτῷ καὶ ἐκείνοις περιάψω», Λυσ.) νεοελλ. κρεμώ επάνω μου φυλαχτό αρχ. 1. αποδίδω κάτι σε κάποιον …

    Dictionary of Greek

  • 27περικαθάπτω — Α 1. αναρτώ γύρω γύρω, κρεμώ κάτι ολόγυρα («ἐκέλευσε τοὺς ἁλιεῑς... κρύφᾳ τῷ ἀγκίστρῳ περικαθάπτειν ἰχθῡς» Πλούτ.) 2. αναποδογυρίζω 3. εγκλείω 4. περικλείω, περιβάλλω 5. μέσ. περικαθάπτομαι α) προσδένω κάτι στο σώμα μου β) φορώ κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ.… …

    Dictionary of Greek

  • 28περικαθίεμαι — Α αναρτώ κάτι γύρω από ένα μέλος τού σώματός μου, κρεμώ επάνω μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + καθίημι / καθίεμαι «αφήνω κάτι να κρέμεται»] …

    Dictionary of Greek

  • 29προαναρτώ — άω, Α [ἀναρτῶ] κρατώ κάτι εκκρεμές, αφήνω κάτι σε εκκρεμότητα …

    Dictionary of Greek

  • 30προσανάπτω — ΜΑ προσάπτω, αποδίδω σε κάποιον κάτι («τὸν λάρον... Ἡρακλεῑ προσανάπτει», Σχόλ. Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀνάπτω «αναρτώ, προσδένω, αποδίδω»] …

    Dictionary of Greek