-
1 αναπτύσσω
[анаптиссо] р. развивать.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αναπτύσσω
-
2 развивать
развива||тьнесов1. (раскручивать) ξετυλίγω, ἐκτυλίσσω·2. (увеличивать, усиливать) ἀναπτύσσω/ ἐξελίσσω (эволюционировать):\развивать память ἀναπτύσσω τό μνημονικό· \развивать мысль ἀναπτύσσω τήν ιδέα· \развивать промышленность ἀναπτύσσω τήν βιομηχανία· \развивать скорость ἀναπτύσσω ταχύτητα· \развивать наступление воен. ἀναπτύσσω τήν ἐπίθεση. -
3 развернуть
-ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разврнутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.1. ξετυλίγω• ξεδιπλώνω• αναπτύσσω• απλώνω•бумагу, ковр ξετυλίγω το χαρτί, το χαλί•
развернуть знамя ξεδιπλώνω τη σημαία•
деревья -ли почки τα δέντρα έβγαλαν μπουμπούκια (μπουμπούκιασαν).
|| ανοίγω•развернуть книгу ανοίγω το βιβλίο•
развернуть салфетку ανοίγω (ξεδιπλώνω) το πετσετάκι•
развернуть паруса ανοίγω τα πανιά (ιστία).
2. ισάζω, ισώνω, κάνω ευθύ•развернуть плечи ισώνω τους ώμους.
3. (στρατ.) αναπτύσσω• παίρνω διατάξεις μάχης•развернуть колонну при наступлении αναπτύσσω τη φάλαγγα σε διάταξη επίθεσης.
4. (στρατ.) μετασχηματίζω, μετατρέπω•развернуть бригаду в дивизию μετασχηματίζω την ταξιαρχία σε μεραρχία.
5. δημιουργώ, φτιάχνω πρόχειρα.6. μτφ. αυξαίνω, μεγαλώνω•развернуть все свои силы αναπτύσσω όλες τις δυνάμεις μου•
он блестяще -ул свой талант αυτός λαμπρά ανέπτυξε το ταλέντο του•
развернуть социалистическое соревнование αναπτύσσω πλέρια τη σοσιαλιστική άμιλλα.
7. μτφ. εκθέτω λεπτομερώς•развернуть план αναπτύσσω λεπτομερώς το σχέδιο.
1. ξετυλίγομαι• ξεδιπλώνομαι. || ανοίγομαι (στον αέρα). || ανοίγομαι, χωρίζω•книга -лась в ин-терсном месте το βιβλίο άνοιξε σε ενδιαφέρον μέρος (σελίδα)•
покупки -лись τα ψώνια ανοίχτηκαν.
2. (στρατ.) μετασχηματίζομαι, μετατρέπομαι•полк -лся в бригаду το σύνταγμα μετασχηματίστηκε σε ταξιαρχία.
3. εκτείνομαι, ξαπλώνομαι, ξανοίγομαι• αναπτύσσομαι.4. μτφ. προβάλλω, εμφανίζω, δείχνω (τον εαυτό μου, δυνάμεις μου, ικανότητες κ.τ.τ.).φέρνομαι ελεύθερα, ξανοίγομαι, δε συστέλλομαι.5. αναπτύσσομαι πολύ.6. στρίβω, στρέφω, κάνω στροφή, γυρίζω.7. (απλ.) βλ. размахнуться. -
4 развить
разовью, разовьшь, παρλθ. χρ. развил-ла, -ло, προστκ. развей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. развитый, βρ: -вит, -а, -о κ. развит-а, -оρ.σ.μ.1. ξετυλίγω, εκτυλίσσω, ξεστριβω, ξεκλώθω• ξεπλέκω•развить вервку ξεπλέκω (ξεκλώθω) την τριχιά.
2. αναπτύσσω, προάγω, καλλιεργώ•развить голос καλλιεργώ τη φωνή•
развить память αναπτύσσω τη μνήμη•
развить интерес к музыке αναπτύσσω το ενδιαφέρο για τη μουσική.
3. Λνΐ,αινω, μεγαλώνω•развить машиностроение αναπτύσσω τη μηχανοκατασκευή•
развить творческую деятельность αναπτύσσω τη δημιουργική δραστηριότητα•
развить скорость αναπτύσσω ταχύτητα.
4. μορφώνω, ανεβάζω το πνευματικό, πολιτιστικό επίπεδο• εκσυγχρονίζω.5. προάγω, βαθαίνω, πλαταίνω, δίνω βάθος (στο περιεχόμενο).1. ξετυλίγομαι, ξεστρίβομαι, ξε-κλώθομαι• ξεπλέκομαι.2. αναπτύσσομαι• μεγαλώνω, αυξαίνομαι, μεγενθύνομαι• ωριμάζω•3. μορφώνομαι, εξελίσσομαι, εκπολιτ ίζομαι εκ-συγχρον ίζομαι. -
5 разворачивать
разворачиватьнесов1. ξετυλίγω, ξεδιπλώνω/ ἀνοίγω (раскрывать):\разворачивать ковер ξετυλίγω τό χαλί· \разворачивать знамя ξεδιπλώνω τή σημαία· \разворачивать пакет ἀνοίγω τό δέμα-·2. перен ἀναπτύσσω, ἐξελίσσω:\разворачивать социалистическое соревнование ἀναπτύσσω τήν σοσιαλιστική ἀμιλλα·3. воен. (в боевой порядок) ἀναπτύσσω, παρατάσσω:\разворачивать колонну παρατάσσω τήν φάλαγγα· \разворачивать войска ἀναπτύσσω στρατεύματα·4. (машину и т. ἡ.) σπάζω, χαλ(ν)ῶ, ἀνακατεύω. -
6 развить
1. (усилить, увеличить) αναπτύσσω, ενισχύω 2. (довести до какой-л. степени, до какого-л. более высокого уровня) αυξάνω, μεγαλώνω, ανεβάζω (το επίπεδο) 3. (мысль, доводы, идею) αναπτύσσω 4. (скорость) αυξάνω/ανεβάζω (την ταχύτητα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > развить
-
7 изложить
изложить εκθέτω, αναπτύσσω \изложить свою мысль εκφράζω τη σκέψη μου* * *εκθέτω, αναπτύσσωизложи́ть свою́ мысль — εκφράζω τη σκέψη μου
-
8 развернуть
развернуть, развёртывать 1) ανοίγω· ξετυλίγω, ξεδιπλώνω (что-л. скатанное)' \развернуть газету ανοίγω την εφημερίδα 2) перен. αναπτύσσω, εξελίσσω \развернуться ξετυλίγομαι* * *= развёртывать1) ανοίγω; ξετυλίγω, ξεδιπλώνω (что-л. скатанное)разверну́ть газе́ту — ανοίγω την εφημερίδα
2) перен. αναπτύσσω, εξελίσσω -
9 развить
-
10 изощрить
изощрить 1-ρί)-ришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изощренный, βρ: -рен, -рена, -реноρ.σ.μ. εκλεπτύνω, οξύνω, αναπτύσσω, καλλιεργώ•память καλλιεργώ τη μνήμη•
изощрить слух οξύνω την ακοή•
изощрить ум εκλεπτύνω το πνεύμα•
изощрить внимание αναπτύσσω (εντείνω) την προσοχή.
1. εκλεπτύνομαι, οξύνομαι, αναπτύσσομαι, καλλιεργούμαι.2. επιτηδεύομαι, επιδίδομαι μηχανεύομαι, σοφίζομαι.изощрить 2ρ.δ.βλ. изощрить.1. βλ. изощриться.2. καταβάλλω όλη τη μαστοριά,τις ικανότητες, τη δεξιοτεχνία. -
11 повысить
-ышу, -ысишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. повышенный, βρ: -шен, -а, -оρ.σ.μ.1. υψώνω ανυψώνω, ανεβάζω•повысить цену ανεβάζω την τιμή•
повысить голос υψώνω τη φωνή.
|| αυξαίνω, αναπτύσσω, μεγαλώνω, δυναμώνω•повысить производительность труда αυξαίνω την παραγωγικότητα της δουλειάς•
повысить интерес αναπτύσσω το ενδια-φέρο•
повысить требования μεγαλώνω τις απαιτήσεις•
повысить знания πλουτίζω τις γνώσεις.
2. προάγω, προβιβάζω (στην υπηρεσία)•повысить в должности προάγω στο βαθμό.
1. υψώνομαι, ανεβαίνω, ανέρχομαι. || αυξαίνω, αυξάνομαι, αναπτύσσομαι, μεγαλώνω, δυναμώνω.2. προάγομαι (υπηρεσιακά). -
12 растить
ращу, растишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ращённый, βρ: -щён, -щена, -щеноρ.δ.μ. αναθρέφω, μεγαλώνω•трудно было вдове своих детей δύσκολα ήταν στη χήρα να μεγαλώσει τα παιδιά της.
|| καλλιεργώ, παράγω•растить он растит чветы на продажу αυτός καλλιεργεί λουλούδια για πούλημα.
|| αναπτύσσω, δημιουργώ, φτιάχνω•растить кадры αναπτύσσω στελέχη.
-
13 определитель
мат. η ορίζουσαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > определитель
-
14 отрабатывать
1. (норму, время, срок и т.п.) συμπληρώνω, εκπληρώνω 2. (конструк-цию, технологию) βελτιώνω, αναπτύσσω 3. (в различных значениях в сервосистемах, ЭВМ и т.п.) δοκιμάζω/ελέγχω την ανταπόκρισηсхема - ет на закрытие заслонки το κύκλωμα ανταποκρίνεται στο κλείσιμο του διαφράγματος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отрабатывать
-
15 повысить
1. (сделать более высоким) ανεβάζω, υψώνω, ανυψώνω 2. (усилить, увеличить) αυξάνω, μεγαλώνω, αναπτύσσω, δυναμώνω 3. (улучшить, усовершенствовать)αναβαθμίζω, βελτιώνω, καλυτερεύω 4. (перевести на более ответственную должность) προάγω, προβιβάζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > повысить
-
16 развёртывать
1. (обрабатывать отверстия с помощью развёртки) διευρύνω τις οπές (με ραιμπλα) 2. (что-л. завёрнутое) εκτυλίσσω, ξετυλίγω 3. (раскатывать, напр. рулон) εκτυλίσσω 4. (давать чему-л. широкое развитие) αναπτύσσω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > развёртывать
-
17 разложить
1. (расставить, разместить) τοποθετώ 2. (развернув, положить на что-л.) απλώνω, τοποθετώ 3. (огонь, костер) ανάβω 4. (разделить на составные части, элементы) διασπώ 5. мат. αναπτύσσω 6. (де-зорганизовать, довести до распада) αποδιοργανώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разложить
-
18 разорять(ся) см разорить(ся).
1. (конструкцию, процесс) εκπονώ, επεξεργάζομαι, αναπτύσσω 2. (проблему) αντιμετωπίζω, λύνω 3. горн. (месторождение полезных ископаемых) εξορύσσω 4. (землю) καλλιεργώ, ξεχερσώ-νω, ορύσσω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разорять(ся) см разорить(ся).
-
19 разрабатывать
1. (конструкцию, процесс) εκπονώ, επεξεργάζομαι, αναπτύσσω 2. (проблему) αντιμετωπίζω, λύνω 3. горн. (месторождение полезных ископаемых) εξορύσσω 4. (землю) καλλιεργώ, ξεχερσώ-νω, ορύσσω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разрабатывать
-
20 связь
1. (общение, возможность сообщения) η επικοινωνίαмногоканальная - μέσω πολλών διαύλων, φερέσυχνος -светосигнальная - μέσω φωτεινών σημάτων/φωτεινής σηματοδότησης2. (взаимные отношения между кем-, чем-л.) η σχέσ/η, ο δεσμόςэкономические - и οικονομικές - εις 3 (в соединениях атомах молекулах) ο δεσμός4. (в цепях, между элементами и т.п.) (элн.) о σύνδεσμος, το ενισχυτικόжёсткая - (элн.) η στερεά σύζευξηтрансформаторная - (элн.) η σύζευξη του μετασχηματιστή5. (элемент конструкции) η δοκός 6. грам. η σύνδεση 7. (лог.) η σύνδεση, причинная - αιτιοκρατική -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > связь
См. также в других словарях:
ἀναπτύσσω — unfold pres subj act 1st sg ἀναπτύσσω unfold pres ind act 1st sg ἀναπτύσσω unfold pres subj act 1st sg ἀναπτύσσω unfold pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναπτύσσω — αναπτύσσω, ανέπτυξα και ανάπτυξα βλ. πίν. 27 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αναπτύσσω — (Α ἀναπτύσσω) αναφέρομαι λεπτομερώς σε κάτι, διασαφηνίζω, διευκρινίζω νεοελλ. 1. εκτυλίσσω, απλώνω, ξεδιπλώνω 2. αυξάνω, μεγεθύνω, δίνω έκταση σε κάτι 3. προάγω στα γράμματα, στις τέχνες και γενικά στον πολιτισμό, δίνω την πρέπουσα μόρφωση 4.… … Dictionary of Greek
αναπτύσσω — ανάπτυξα, αναπτύχθηκα, αναπτυγμένος. 1. ξεδιπλώνω, απλώνω: Το κτίσμα πρέπει να αναπτυχθεί σ όλες τις πλευρές. 2. μεγαλώνω, επεκτείνω: Ανάπτυξε αρκετά την επιχείρηση του πατέρα του. 3. μορφώνω, προάγω πνευματικά: Η πόλη αναπτύχθηκε όχι μόνο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀναπτύξουσι — ἀναπτύσσω unfold aor subj act 3rd pl (epic) ἀναπτύσσω unfold fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀναπτύσσω unfold fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) ἀ̱ναπτύξουσι , ἀναπτύσσω unfold futperf ind act masc/neut dat… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπτύξουσιν — ἀναπτύσσω unfold aor subj act 3rd pl (epic) ἀναπτύσσω unfold fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀναπτύσσω unfold fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) ἀ̱ναπτύξουσιν , ἀναπτύσσω unfold futperf ind act masc/neut dat … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπτυγέντα — ἀναπτύσσω unfold aor part pass neut nom/voc/acc pl ἀναπτύσσω unfold aor part pass masc acc sg ἀναπτύσσω unfold aor part pass neut nom/voc/acc pl ἀναπτύσσω unfold aor part pass masc acc sg ἀναπτύσσω unfold aor part pass neut nom/voc/acc pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπτύσσῃ — ἀναπτύσσω unfold pres subj mp 2nd sg ἀναπτύσσω unfold pres ind mp 2nd sg ἀναπτύσσω unfold pres subj act 3rd sg ἀναπτύσσω unfold pres subj mp 2nd sg ἀναπτύσσω unfold pres ind mp 2nd sg ἀναπτύσσω unfold pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπτυξόμεθα — ἀναπτύσσω unfold aor subj mid 1st pl (epic) ἀναπτύσσω unfold fut ind mid 1st pl ἀ̱ναπτυξόμεθα , ἀναπτύσσω unfold futperf ind mp 1st pl (doric aeolic) ἀναπτύσσω unfold aor subj mid 1st pl (epic) ἀναπτύσσω unfold fut ind mid 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπτύξατε — ἀναπτύσσω unfold aor imperat act 2nd pl ἀ̱ναπτύξατε , ἀναπτύσσω unfold aor ind act 2nd pl (doric aeolic) ἀναπτύσσω unfold aor imperat act 2nd pl ἀναπτύσσω unfold aor ind act 2nd pl (homeric ionic) ἀναπτύσσω unfold aor ind act 2nd pl (homeric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπτύξομεν — ἀναπτύσσω unfold aor subj act 1st pl (epic) ἀναπτύσσω unfold fut ind act 1st pl ἀ̱ναπτύξομεν , ἀναπτύσσω unfold futperf ind act 1st pl (doric aeolic) ἀναπτύσσω unfold aor subj act 1st pl (epic) ἀναπτύσσω unfold fut ind act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)