-
1 отдохнуть
-
2 на
на Iпредлог Α. с вин. и предл. п.1. (при обозначении места, на поверхности \на на вопросы куда?, где?) (ἐ)πάνω σέ, σέ, ἐπί:на столе πάνω στό τραπέζι· на стол στό τραπέζι· писать на бумаге γράφω σέ χαρτί· лежать на кровати εἶμαι ξαπλωμένος στό κρεββάτι· лечь нз диван ξαπλώνω στό ντιβάνι· рисунок на ковре σχέδιο στό χαλί·2. (при обозначении направления или местонахождения \на на вопросы куда?, где?) σέ:ехать на Кавказ πηγαίνω στόν Καύκασο· отдыхать на Волге ἀναπαύομαι στό Βόλγα· смотреть на небо κοιτάζω τόν οὐρανό· подниматься на трибуну ἀνεβαίνω στό βήμα· идти на работу πηγαίνω στή δουλειά· быть на совещании εἶμαι στή συνεδρίαση· В. с вин. п.1. (при обозначении срока, промежутка времени) γιά:на несколько дней γιά μερικές μέρες· на час γιά μιά ῶρα· нанимать на месяц νοικιάζω γιά ἕνα μήνα· уехать на зиму (на лето) φεύγω γιά ὀλο τό χειμῶνα (γιά ὀλο τό καλοκαίρι)· лекция перенесена на вторник ἡ διάλεξη ἀναβλήθηκε γιά τήν Τρίτη· отложить на конец мая ἀναβάλλω γιά τό τέλος τοῦ Μάη· на будущей неделе τήν ἄλλη ἐβδομάδα·2. (при обозначении меры, количества) σέ, γιά:купить на триста рублей ἀγοράζω γιά τριακόσια ρούβλια· на два рубля меньше (κατά) δυό ρούβλια λιγωτερο· разделить на пять частей διαιρώ σέ πέντε μέρη· делить на три мат διαιρώ διά τοῦ τρία· обед на четыре человека γεῦμα γιά τέσσερα ἄτομα· комната на двоих δωμάτιο γιά δύο ἄτομα· опаздывать на два часа ἄργώ δυό ὠρες· на сто кяломет-ров (σέ) ἐκατό χιλιόμετρα·3. (при обозначении цели, назначения) γιά, διά, σέ:деньги на ремонт χρήματα γιά τήν ἐπισκευή· на всякий случай γιά κάθε ἐνδεχόμενο· С. с предл. п.1. (при обозначении орудия или средства действия, при обозначении предмета, являющегося опорой, основанием, внутренней частью чего-л.) μέ:ехать на поезде ταξιδεύω μέ τό τραίνο· играть на гитаре παίζω κιθάρα· готовить на масле μαγειρεύω μέ βούτυρο· суп на мясном бульоне σούπα μέ ζωμό κρέατος· пальто на меху παλτό μέ γούνα· коляска на рессорах ἀμαξάκι μέ σοϋστες· развести́ на молоке διαλύω μέσα σέ γάλα·2. (во время чего-л., в течение) σέ, κατά:на каникулах στίς διακοπές· ◊ на голодный желудок μέ ἄδειο στομάχι· верить на слово δίνω πίστη στά λόγια κάποιου· на лету́ στον ἀέρα· схватывать на лету́ перен πιάνω πουλιά στον ἀέρα· читать на память ἀπαγγέλλω ἀπό μνήμης· на весь мир σ'ὅλο τόν κόσμο· сидеть на веслах κάθομαι στά κουπιά· перевести́ на греческий язык μεταφράζω στά ἐλληνικά· право на отдых δικαίωμα ἀνάπαυσης· беседа на тему συζήτηση πάνω στό θέμα· на наших глазах μπροστά στά μάτια μας· подать жалобу на кого-л. ὑποβάλλω καταγγελίαν ἐναντίον κάποιου· идти на смерть ἀντιμετωπίζω τό θάνατο· идти на врага ἐπιτίθεμαι κατά τοῦ ἐχθροῦ· влиять на кого-л. ἐπιδρώ πάνω σέ κάποιον быть на стороне кого-л. εἶμαι μέ τό μέρος κάποιου· дыра на дыре χιλιοτρυπημένο.на IIчастица разг (возьми) νά, πόρτο:на тебе книгу νά πάρε τό βιβλίο· ◊ вот тебе (и) на! αὐτό μᾶς Ελειπε! -
3 отдыхать
отдых||а́тьнесов ἀναπαύομαι, ξεκουράζομαι, ἡσυχάζω. -
4 покоиться
поко́и||тьсянесов1. (об умершем) ἀναπαύομαι:здесь \покоитьсятся... ἐνθάδε κείται..., ἐδῶ ἀναπαύεται...·2. (основываться) στηρίζομαι, βασίζομαι, εἶμαι βασισμένος. -
5 почивать
почиватьнесов уст., разг κοιμοῦμαι, ἀναπαύομαι. -
6 юг
югм ὁ νότος, ἡ μεσημβρία:на \юг, к \югу προς νότο· отдыхать на \юге ἀναπαύομαι στά νότια μέρη, στον νότο· ехать на \юг πηγαίνω στό νότο. -
7 вздохнуть
-ну, -нешь, ρ.σ.1. βλ. вздыхать (1 σημ.).2. αναπαύομαι, ξεκουράζομαι•вздохнуть после беготни ξεκουράζομαι ύστερα από τα τρεξίματα.
εκφρ.вздохнуть свободно – αναπνέω ελεύθερα (είμαι πια ήσυχος). -
8 выстоять
-ою, -оишь, προστκ. выстой κ. выстой ρ.σ.1. στέκω, -ομαι όρθιος, ίσταμαι•я -ял в очереди один час στάθηκα στη σειρά μια ώρα.
2. μτφ. υποφέρω, υπομένω, αντέχω,τα βγάζω πέρα.1. παραμένω πολύ χρόνο και καλυτερεύω, παλιώνω•вино -лось и стало крепче и вкуснее το κρασί πάλιωσε κι έγινε πιο δυνατό και πιο εύγεστο.
2. ξεκουράζομαι, αναπαύομαι (για άλογο). -
9 кейфовать
-фую, -фуешь ρ.δ. (γραπ. λδγρς) ραχατεύω, χουζουρεύω, αναπαύομαι.• ραθυμώ• κάνω κέφι. -
10 отгулять
ρ.σ.1. περιπατώ, κάνω περίπατο. || δεν εργάζομαι αναπαύομαι•отгулять отпуск ξεκουράζομαι την άδεια.
|| δεν εργάζομαι για αντίστοιχες υπερωρίες.2. γιορτάζω, πανηγυρίζω, γλεντώ•мы -ли весело первое мая εμείς γιορτάσαμε χαρούμενα την Πρωτομαγιά•
отгулять свадьбу γλεντώ στο γάμο.
3. τελειώνω τον περίπατο.1. (απλ.) κάνω περίπατο, περιπατώ, σεργιανίζω χορταίνω περίπατο.2. γίνομαι ευτραφής, γερεύω (βοσκώντας). -
11 отдохнуть
-ну, -ншьρ.σ.αναπαύομαι, ξεκουράζομαι, ξαποσταίνω. || ξαπλώνω, κοιμούμαι.,εκφρ.отдохнуть душой – γαληνεύω, ησυχάζω, αναπαύεται η ψυχή μου•отдохнуть сердцем – ξαλαφρώνει η καρδιά μου, ησυχάζω. -
12 покоиться
-когось, -коишься ρ.δ.1. αναπαύομαι• ησυχάζω. || κείτομαι, είμαι κατάκοιτος. || κείμαι, είμαι θαμμένος. || διατηρούμαι, φυλάγομαι, βρίσκομαι.2. (κυρλξ. κ. μτφ.) βασίζομαι, στηρίζομαι, εδράζομαι. -
13 почивать
-аю, -аешь κ. παλ. почию, почиешьρ.δ. παλ.1. κοιμούμαι.2. (για πεθαμένο)• αναπαύομαι, κείμαι•здесь -йет εδώ αναπαύεται, ενθάδε κείται.
-
14 спать
сплю, спишь, παρλθ. χρ. спал, -ла, -ло, μτχ. ενστ. спящийρ.δ.1. κοιμούμαι•глубоким сном κοιμούμαι βαθιά•
я всю ночь не спал όλη τη νύχτα δε κοιμήθηκα•
мне хочется θέλω να κοιμηθώ.
|| (για νεκρούς)• αναπαύομαι.2. μτφ. είμαι νωθρός, νωχελής, οκνός, νωθρεύω, οκνεύω•а ты не спи, действуй ε μην κοιμάσαι (μη οκνεύεις), δράσε (κουνήσου).
3. (για συνουσία) συγκοιμούμαι, πλαγιάζω μαζί.εκφρ.спать и (во сне) видеть – θέλω πολύ, επιθυμώ σφόδρα, πεθαίνω, ψοφώ.κοιμούμαι• θέλω να κοιμηθώ. -
15 сумерничать
ρ.δ. αναπαύομαι τα βραδάκια• κουβεντιάζω τα βραδάκια (χωρίς φως, φωτιά). -
16 у
у 1επιφ. κραυγής• ου!у 2επιφ.1. αγανάκτησης• ουφ!2. φόβου• ου!3. θαυμασμού, αγαλλίασης• ω! αχ!4. πρόθ. με γεν. πολύ σιμά, εγγύτατα• πλησίον, κοντά, εγγύς, παρά•стоять у стены στέκομαι, κοντά στον τοίχο•
отдыхать у моря αναπαύομαι κοντά στη θάλασσα•
поле у реки χωράφι• κοντά στο ποτάμι•
сидеть у очага κάθομαι κοντά στο τζάκι.
|| στον, στην, στο•сидеть у руля κάθομαι στο τιμόνι (χειρίζομαι το τιμόνι)•
мыть руки у крана πλύνω τα χέρια στη βρύση (στον κρουνό)•
работать у станка δουλεύω στην εργατομηχανή•
быть у власти είμαι εξουσία•
у каждого свой подход ο καθάνας έχει το δικό του τρόπο.
|| у меня, у тебя, у него, у неё, у нас, у них κ.τ.τ. σε μένα, σε σένα, σ αυτόν, σ αυτήν, σε μας, σ αυτούς•у меня всё есть (σε μένα υπάρχουν όλα) εγώ έχω απ όλα•
|| μου, σου, του, μας, σας κ.τ.τ.у меня голова болит (σε μένα πονεί το κεφάλι) μου πονεί το κεφάλι•
у него дрожат руки (σ αυτόν τρέμουν τα χέρια) του τρέμουν τα χέρια.
|| απο, εκ•взять книгу у друга παίρνω βιβλίο από το φίλο.
|| σε, εις•смотри у меня κοίτα σε μένα.
-
17 успокоить
-кою, -коишьρ.σ.μ.1. ησυχάζω, καθησυχάζω, (η)μερεύω•успокоить больного καθησυχάζω τον άρρωστο•
успокоить детей καθησυχάζω τα παιδιά.
2. υποτάσσω, δαμάζω.3. καταπραΰνω, κατευνάζω, μαλακώνω•успокоить зубную боль μαλακώνω τον πονόδοντο•
успокоить нервы καθησυχάζω τα νεύρα.
|| ηρεμίζω, ακινητώ, γαληνεύω, καλμάρω.1. ησυχάζω, γίνομαι ήσυχος, (η)μερεύω.2. ηρεμίζω, γαληνεύω, καλμάρω•море -лось η θάλασσα γαλήνεψε•
ветер -лся ο άνεμος κόπασε.
|| μτφ. αναπαύομαι•совесть -лась η συνείδηση αναπαύτηκε.
3. καταπραΰνομαι, κατευνάζομαι, μαλακώνω•нервы -лись τα νεύρα μαλάκωσαν.
-
18 шабашить
-шу, -шишьρ.δ.μ. (παλ. κ. απλ.) τελειώνω δουλειά ή υπόθεση. || κάνω διάλειμμα, ανάπαυλα, αναπαύομαι.
См. также в других словарях:
αναπαύομαι — αναπαύομαι, αναπαύτηκα και αναπαύθηκα, αναπα(υ)μένος βλ. πίν. 20 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ἀναπαύομαι — ἀναπαύω make to cease pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυκαναπαύομαι — αναπαύομαι γλυκά … Dictionary of Greek
ξαποσταίνω — αναπαύομαι, ξεκουράζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. < ξ(ε) + αποσταίνω] … Dictionary of Greek
προσαναπαύω — Α [ἀναπαύω] 1. ενεργώ έτσι ώστε να αναπαυθεί κανείς παρόμοια ή επί πλέον 2. (το μέσ. ή παθ.) προσαναπαύομαι α) αναπαύομαι ή κοιμάμαι κοντά σε κάποιον β) αναπαύομαι πάνω σε κάτι («δεικνύντες... τοὺς στρατιώτας ἐρριμμένους ὑπὸ κόπου καὶ… … Dictionary of Greek
почиваю — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} глаг. 1) (ἀναπαύομαι) покоюсь, отдыхаю; успокаиваюсь, освобождаюсь … Словарь церковнославянского языка
εξαργώ — ἐξαργῶ; έω (AM) [αργώ] (επιτ. τ. τού αργώ*) αδρανώ, αναπαύομαι («τῷ καθεύδοντι ἤ ἄλλως πως ἐξηργηκότι», Αριστοτ.) μσν. (μτβ.) 1. κάνω κάποιον να αργοπορήσει 2. σταματώ από κάτι 3. καθυστερώ από κάτι 4. παραλείπω κάτι 5. εξαφανίζω, εξαλείφω κάτι… … Dictionary of Greek
καταλωφώ — καταλωφῶ, άω και ποιητ. και ιων. τ. έω (Α) 1. αναπαύομαι, ανακουφίζομαι από κάτι 2. απαλλάσσω κάποιον από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + λωφῶ «αναπαύομαι»] … Dictionary of Greek
παραναπαύομαι — Α [αναπαύομαι] αναπαύομαι, ησυχάζω κοντά σε κάποιον … Dictionary of Greek
Σάββατο — Έβδομη ημέρα της εβραϊκής εβδομάδας, αφιερωμένη στον Κύριο. Η αρχαιότερη βιβλική νομοθεσία καθόριζε την ημέρα αυτή για πλήρη ανάπαυση, συνδέοντας την με την «ανάπαυση» του θεού κατά την έβδομη ημέρα της δημιουργίας (Γένεσις β’, Ικ.ε.), καθώς και… … Dictionary of Greek
αέσκω — ἀέσκω (Α) κοιμάμαι, αναπαύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. χρησιμοποιείται κυρίως στον αόρ. (ἄεσα < *ἄFεσσα;) συνοδευόμενο πάντοτε από τη λ. νύκτα(ς). Ανάγεται πιθανότατα σε ΙΕ ρίζα *(a)we / *(a)wes που σήμαινε αρχικά «μένω, είμαι, περνώ τον καιρό μου,… … Dictionary of Greek