αναπέμπω ευχαριστία

  • 1αναπέμπω — (Α ἀναπέμπω και ποιητ. ἀμπέμπω) 1. στέλνω προς τα επάνω 2. εκπέμπω, αναδίνω 3. απλώς στέλνω (Εκκλ.) απευθύνω ευχή, δέηση, ευχαριστία κ.λπ. στον Θεό νεοελλ. βγάζω φωνή, εκστομίζω μσν. (στη Νομ.) ζητώ αναβολή, αναβάλλω αρχ. Ι. ενεργ. 1. στέλνω προς …

    Dictionary of Greek