αναξιόπιστος
1ἀναξιόπιστος — unworthy of credit masc/fem nom sg …
2αναξιόπιστος — η, ο (Μ ἀναξιόπιστος, ον) αυτός που δεν αξίζει να γίνει πιστευτός νεοελλ. αυτός που δεν εμπνέει εμπιστοσύνη για συναλλαγές, ο μη φερέγγυος, αφερέγγυος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν στερ. + ἀξιόπιστος. ΠΑΡ. νεοελλ. αναξιοπιστία] …
3αναξιόπιστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν είναι άξιος εμπιστοσύνης: Η μαρτυρία του είχε κριθεί από το δικαστήριο αναξιόπιστη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἀναξιόπιστον — ἀναξιόπιστος unworthy of credit masc/fem acc sg ἀναξιόπιστος unworthy of credit neut nom/voc/acc sg …
5ἀναξιοπιστότεροι — ἀναξιόπιστος unworthy of credit masc nom/voc comp pl …
6ἀναξιοπίστοις — ἀναξιόπιστος unworthy of credit masc/fem/neut dat pl …
7ἀναξιόπιστα — ἀναξιόπιστος unworthy of credit neut nom/voc/acc pl …
8ἀναξιόπιστοι — ἀναξιόπιστος unworthy of credit masc/fem nom/voc pl …
9αναξιοπιστία — η 1. το να είναι κανείς αναξιόπιστος, να μη θεωρείται άξιος να γίνει πιστευτός 2. το να μη θεωρείται κανείς άξιος για εμπορικές συναλλαγές, για πιστώσεις, η αφερεγγυότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναξιόπιστος. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό …
10άκυρος — η, ο (AM ἄκυρος, ον) αυτός που δεν έχει νόμιμο κύρος, που δεν ισχύει πια μσν. φρ. «ἄκυρος ἀμφορεύς», η ψηφοδόχος κάλπη, όπου έριχναν τις ουδέτερες ψήφους αρχ. 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν έχει δικαίωμα ή εξουσία σε κάτι 2. (για πράγματα)… …