ανακύπτω
1ανακύπτω — ανακύπτω, ανέκυψα βλ. πίν. 11 Σημειώσεις: ανακύπτω : κυρίως στο γ πρόσ. ενικού και πληθυντικού, με την έννοια → εμφανίζεται, προκύπτει (κατά τη συζήτηση ανέκυψαν νέα προβλήματα) …
2ἀνακύπτω — lift up the head pres subj act 1st sg ἀνακύπτω lift up the head pres ind act 1st sg …
3ανακύπτω — (Α ἀνακύπτω) [κύπτω] 1. παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι ξαφνικά 2. ακολουθώ σαν αποτέλεσμα, προκύπτω νεοελλ. συνέρχομαι από κάποια συμφορά, αναλαμβάνω, ανακτώ τις δυνάμεις μου (σωματικές ή ψυχικές) αρχ. 1. σηκώνω ψηλά ή κλίνω προς τα πίσω το κεφάλι 2 …
4ανακύπτω — ανάκυψα, ανασηκώνω το κεφάλι, αναλαμβάνω, ξεπροβάλλω: Στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων ανάκυψαν σοβαρά προβλήματα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ἀνακύπτῃ — ἀνακύπτω lift up the head pres subj mp 2nd sg ἀνακύπτω lift up the head pres ind mp 2nd sg ἀνακύπτω lift up the head pres subj act 3rd sg …
6ἀνακύψει — ἀνακύπτω lift up the head aor subj act 3rd sg (epic) ἀνακύπτω lift up the head fut ind mid 2nd sg ἀνακύπτω lift up the head fut ind act 3rd sg …
7ἀνακύψουσι — ἀνακύπτω lift up the head aor subj act 3rd pl (epic) ἀνακύπτω lift up the head fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀνακύπτω lift up the head fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …
8ἀνακύψουσιν — ἀνακύπτω lift up the head aor subj act 3rd pl (epic) ἀνακύπτω lift up the head fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀνακύπτω lift up the head fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …
9ἀνακύψω — ἀνακύπτω lift up the head aor subj act 1st sg ἀνακύπτω lift up the head fut ind act 1st sg ἀνακύπτω lift up the head aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …
10ἀνακύψῃ — ἀνακύπτω lift up the head aor subj mid 2nd sg ἀνακύπτω lift up the head aor subj act 3rd sg ἀνακύπτω lift up the head fut ind mid 2nd sg …