αναθεωρητική -

  • 11Μουσόργκσκι, Μόντεστ Πέτροβιτς — (Καρέβο, Πσκοφ 1839 – Πετρούπολη 1881). Ρώσος συνθέτης. Κατευθύνθηκε από τη μητέρα του στη σπουδή του πιάνου, αλλά υποχρεώθηκε να παραμελήσει την πρώιμη κλίση του για τη μουσική, για να ικανοποιήσει την επιθυμία του πατέρα του, που τον ώθησε στην …

    Dictionary of Greek

  • 12Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία — Κράτος της νοτίου Αφρικής. Συνορεύει Α με τη Μοζαμβίκη και τη Σουαζιλάνδη, Β με τη Ναμίμπια, τη Μποτσουάνα και τη Ζιμπάμπουε, Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό, Ν και Α από τον Ινδικό ωκεανό.Εντός των συνόρων της Ν. Δ. και στο νοτιοανατολικό… …

    Dictionary of Greek

  • 13Παπαναστασίου, Αλέξανδρος — (Τρίπολη 1876 – Αθήνα 1936). Έλληνας πολιτικός και κοινωνιολόγος. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και κοινωνιολογία στη Γερμανία, ίδρυσε την Ομάδα των Κοινωνιολόγων (1907), υποστήριξε την επανάσταση του 1909, διακηρύσσοντας συγχρόνως την… …

    Dictionary of Greek

  • 14Πετιμεζάς ή Πετμεζάς — Επώνυμο ιστορικής οικογένειας από τα Καλάβρυτα, όπου εγκαταστάθηκαν κατά μέσα του 18ου αι. προερχόμενοι από την Ήπειρο. Πολλά μέλη της έπαιξαν σημαντικό ρόλο στους απελευθερωτικούς αγώνες. 1. Αθανάσιος (1760 – 1804). Επικεφαλής του αρματολικιού… …

    Dictionary of Greek

  • 15Τσαλδάρης — Επώνυμο Ελλήνων πολιτικών. 1. Παναγής (Καμάρι, Κορινθία 1868 – Αθήνα 1936). Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και συνέχισε στο Γκέτινγκεν (όπου συνδέθηκε στενά με τον Δημήτριο Γούναρη), στο Βερολίνο, στη Λιψία και στο Παρίσι. Δικηγόρος στην Αθήνα από το …

    Dictionary of Greek

  • 16αναθεωρητικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που είναι αρμόδιος για την αναθεώρηση: Αναθεωρητική Βουλή (αυτή που έχει το δικαίωμα να αναθεωρήσει το σύνταγμα). – Αναθεωρητικό δικαστήριο (βλ. αναθεώρηση) …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)