αναθερμαίνω
1αναθερμαίνω — αναθερμαίνω, αναθέρμανα βλ. πίν. 44 …
2αναθερμαίνω — (Α ἀναθερμαίνω) θερμαίνω εκ νέου, ξαναζεσταίνω νεοελλ. αναζωογονώ, αναζωπυρώνω, τονώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα + θερμαίνω. ΠΑΡ. αναθέρμανση ( ις)] …
3αναθερμαίνω — θέρμανα, θερμάνθηκα, θερμασμένος 1. ξαναζεσταίνω: Οι σχέσεις τους τελευταία αναθερμάνθηκαν. 2. αναζωπυρώνω: Τα επεισόδια αυτά αναθέρμαναν το μεταξύ των δύο αυτών λαών μίσος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἀναθερμαινόντων — ἀναθερμαίνω warm up pres part act masc/neut gen pl ἀναθερμαίνω warm up pres imperat act 3rd pl …
5ἀναθερμανθέντα — ἀναθερμαίνω warm up aor part pass neut nom/voc/acc pl ἀναθερμαίνω warm up aor part pass masc acc sg …
6ἀναθερμαίνει — ἀναθερμαίνω warm up pres ind mp 2nd sg ἀναθερμαίνω warm up pres ind act 3rd sg …
7ἀναθερμαίνοντα — ἀναθερμαίνω warm up pres part act neut nom/voc/acc pl ἀναθερμαίνω warm up pres part act masc acc sg …
8ἀναθερμαίνουσιν — ἀναθερμαίνω warm up pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀναθερμαίνω warm up pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …
9ἀναθέρμαινε — ἀναθερμαίνω warm up pres imperat act 2nd sg ἀναθερμαίνω warm up imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …
10ἀναθερμαινομένην — ἀναθερμαίνω warm up pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) …