-
1 печь
I. 1. тех. η κάμιν/ος, ο κλίβανος, η εστίαвращающаяся - περιστροφική -, ο περιστροφικός/περιστρεφόμενος κλίβανοςкирпичеобжигательная - см. - для обжига кирпича колпаковая - τύπου κώδωναмусоросжигательная - αποτέφρωσης/καύσης των απορριμμάτωνрегенеративная - αναγέννησης, αναζωογόνησης- τήξης2. (для выпечки хлеба, приготовления горячей пищи) о φούρνος хлебопекарная - αρτοποιίας 3 (для отопления помещений) η θερμάστρα, η εστία, разг. η σόμπα II.(приготовлять пищу сухим нагреванием на жару) ψήνω пешеход ο πεζός, ο/η πεζοπόροςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > печь
См. также в других словарях:
Αθανάσιος ο Πάριος — (Πάρος 1725 – Χίος 1813). Λόγιος κληρικός, δάσκαλος και συγγραφέας πολλών θεολογικών έργων. Σπούδασε στη Σμύρνη και επί έξι χρόνια παρακολούθησε στο Άγιον Όρος τα μαθήματα της φιλολογίας και της φιλοσοφίας που δίδασκαν αντίστοιχα ο Νεόφυτος και ο … Dictionary of Greek
Γκαουντί ι Κορνέτ, Αντόνιο — (Antonio Gaudi y Cornet, Ρεούς 1852 – Βαρκελώνη 1926).Ισπανός αρχιτέκτονας. Ο Γ. συμμετείχε στην προσπάθεια ανανέωσης της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής της εποχής του με εντελώς προσωπικούς τρόπους και χωρίς καμία εξάρτηση από τους μεγάλους… … Dictionary of Greek
ζορούρι — Ιαπωνική ονομασία του θεάτρου με μαριονέτες. Ζ. είναι η ηρωίδα ενός δράματος του 16ου αι., που διαδόθηκε πολύ με τους πλανόδιους τραγουδιστές. Η ονομασία κατέληξε να δηλώνει ένα ρεπερτόριο δραματικό λογοτεχνικό που προοριζόταν για απαγγελία. Στα… … Dictionary of Greek
Ιεζεκιήλ — (περ. 620 π.Χ. – ;). Βιβλικό πρόσωπο. Ήταν ο τρίτος από τους μεγάλους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Καταγόταν από ιερατική οικογένεια και ήταν γιος του Βουζεί. Γύρω στο 597 π.Χ. αιχμαλωτίστηκε από τον Ναβουχοδονόσορ μαζί με τον βασιλιά Ιωακείμ… … Dictionary of Greek
Κόντογλου, Φώτης — (Αϊβαλί, Μικρά Ασία 1897 – Αθήνα 1965). Ζωγράφος και λογοτέχνης. Ξεκίνησε τις σπουδές του στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, τις οποίες όμως εγκατέλειψε για να σπουδάσει ζωγραφική στο Παρίσι, αφού πρώτα διέμεινε για ένα μικρό χρονικό διάστημα στην… … Dictionary of Greek
Λετονία — Κράτος της βορειοανατολικής Ευρώπης, στη χερσόνησο της Βαλτικής. Συνορεύει στα Β με την Εσθονία, στα Α με τη Ρωσία και στα Ν με τη Λευκορωσία και τη Λιθουανία, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Βαλτική θάλασσα και στα Β από τον κόλπο της Ρίγα, έναν… … Dictionary of Greek
Μερσέδες — Πόλη (13.139 κάτ. το 1996) της νοτιοδυτικής Ουρουγουάης, πρωτεύουσα της διοικητικής περιφέρειας Σοριάνο, στις όχθες του ποταμού Νέγκρο. Η πόλη διαθέτει οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο, συνιστά ποτάμιο λιμάνι, ενώ συνδέεται αεροπορικά με το… … Dictionary of Greek
τζαϊνισμός — Θρησκεία της Ινδίας, που ο βραχμανισμός δεν τη θεωρεί ορθόδοξη, γιατί οι τζαϊνιστές δεν παραδέχονται τις Βέδες ως ιερά κείμενα. Ιδρυτής του θεωρείται ο Βαρντχαμάνα Μαχαβίρα (περίπου 539 467 π.Χ.), σύγχρονος του Βούδα, γιος βασιλιά όπως και… … Dictionary of Greek