-
1 αναγκαίος
[анангэос] εκ. нужный, необходимый,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αναγκαίος
-
2 необходимый
необходимый αναγκαίος, απαραίτητος* \необходимыйые средства τα απαραίτητα μέσα' самые \необходимыйые вещи τα πιο απαραίτητα ( πράγματα)· мне \необходимыйо... έχω ανάγκη από...необъятный απέραντος, τεράστιος* * *αναγκαίος, απαραίτητοςнеобходи́мые сре́дства — τα απαραίτητα μέσα
са́мые необходи́мые ве́щи — τα πιο απαραίτητα (πράγματα)
мне необходи́мо… — έχω ανάγκη από…
-
3 нужный
-
4 необходимый
επ. βρ: -дим, -а, -о.1. απαραίτητος, αναγκαίος• επιταχτικός•-ая нужда επι-ταχτική ανάγκη•
-ое условие απαραίτητος όρος•
возьми -ые вещи πάρε τα απαραίτητα πράγ-τ ματα•
сделать -ые выводы βγάζω τα απαραίτητα συμπεράσματα.
2. (φιλοσ.) αναγκαίος. -
5 необходимый
απαραίτητοςαναγκαίοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > необходимый
-
6 должный
должн||ыйприл πρέπων, δέων, ἀρμόζων, ἀναγκαίος, ὁφειλόμενος:\должныйым образом ὀπως πρέπει, καταλλήλως, δεόντως· с \должныйым вниманием μέ τήν δέουσα προσοχή· на \должныйом уровне στό ἐπίπεδο πού πρέπει. -
7 необходимый
необходи́мыйприл ἀναγκαίος, ἀπαραίτητος:\необходимыйые средства τά ἀναγκαία μέσα· \необходимыйое усло́в-ие ὁ ἀπαραίτητος ὄρος· считаю \необходимыйым... θεωρώ ἀναγκαίο νά... -
8 непременный
непременн||ыйприл ἀπαραίτητος, ἀναγκαίος, ἄφευκτος, βέβαιος:\непременныйое условие ὁ ἀπαραίτητος ὀρος· ◊ \непременныйый секретарь ὁ μόνιμος γραμματεύς -
9 нужный
ну́жн||ыйприл ἀναγκαίος, χρει-αζούμενος, χρειώδης, ὁ δέων:не нахожу́ \нужныйым δέν τό θεωρώ ἀναγκαίο· дать \нужныйые указания δίνω τίς ἀναγκαίες ὁδηγίες· делать что-л, \нужныйым καθιστώ κάτι ἀναγκαίο· все \нужныйое ὅλα τά χρειαζούμενα, τά ἀπολύτως ἀναγκαία. -
10 положенный
положенн||ый1. прич. от· положить-2. прил (установленный) ὠρισμένος, πρέπων, ἀναγκαίος / καθιερωμένος (назначенный):в \положенныйое время στήν ὠρισμένη ὠρα. -
11 необходимый
[νιαπχαντίμυϊ] εκ. απαραίτητος, αναγκαίος -
12 непременный
[νιπριμιέννυί] εκ. απαραίτητος, αναγκαίος -
13 нужный
[νουζνυΐ] εκ. αναγκαίος -
14 необходимый
[νιαπχαντίμυϊ] επ απαραίτητος, αναγκαίος -
15 непременный
[νιπριμιέννυϊ] επ απαραίτητος, αναγκαίος -
16 нужный
[νουζνυϊ] επ αναγκαίος -
17 надобиться
-блгась, -бишьсяρ.δ. παλ. χρειάζομαι, είμαι αναγκαίος. -
18 надобный
επ.,αναγκαίος, χρειαζούμενος•эти книги мне крайне -ы αυτά τα βιβλία μου είναι πολύ απαραίτητα.
-
19 недоставать
-стат, μτχ. ενστ. недостакь щийρ.δ. απρόσ,1. λείπω, δε φτάνω, δεν αρκώ--ло опыта δεν υπήρχε η πείρα•терпенья -ло έλειπε η υπομονή•
мне -т денег δε μου φτάνουν τα χρήματα•
-т кадров δεν επαρκούν τα στελέχη.
2. απουσιάζω, λείπω.3. χρειάζομαι, είμαι αναγκαίος, απαραίτητος.εκφρ.этого (ещё, только) -ло (недоставатьх) – αυτό ακόμα δεν έφτανε (δε φτάνει). -
20 ненужный
επ., βρ: -жен, -жна, -жноπεριττός, περίσσιος, άχρηστος, μη αναγκαίος•-ая вещь άχρηστο πράγμα.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀναγκαῖος — of masc nom sg ἀναγκαῖος of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναγκαίος — αία, αίο (ΑΜ ἀναγκαῑος, αῑα, αῑον και –αῑος, αῑον) 1. υποχρεωτικός, επιβαλλόμενος, αναγκαστικός, αναπόφευκτος 2. αυτός, τον οποίο χρειάζεται κανείς, ο απαραίτητος 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα αναγκαία α) τα απαραίτητα για τη ζωή, κυρίως η… … Dictionary of Greek
αναγκαίος — α, ο επίρρ. α 1. αυτός που επιβάλλεται από την ανάγκη: Η εγχείρηση ήταν τώρα πια αναγκαία. 2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., τα αναγκαία τα πιο απαραίτητα για τη συντήρησή μας: Δεν έχει τα αναγκαία. 3. το ουδ. στον εν. ως ουσ., το αναγκαίο το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀναγκαῖοι — ἀναγκαῖος of masc nom/voc pl ἀναγκαῖος of masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀναγκαιότατ' — ἀναγκαῑότατα , ἀναγκαῖος of adverbial superl ἀναγκαῑότατα , ἀναγκαῖος of neut nom/voc/acc superl pl ἀναγκαῑότατα , ἀναγκαῖος of adverbial superl ἀναγκαῑότατα , ἀναγκαῖος of neut nom/voc/acc superl pl ἀναγκαῑότατε , ἀναγκαῖος of masc voc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγκαιότερον — ἀναγκαῑότερον , ἀναγκαῖος of adverbial comp ἀναγκαῑότερον , ἀναγκαῖος of masc acc comp sg ἀναγκαῑότερον , ἀναγκαῖος of neut nom/voc/acc comp sg ἀναγκαῑότερον , ἀναγκαῖος of adverbial comp ἀναγκαῑότερον , ἀναγκαῖος of masc acc comp sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀναγκαῖ' — ἀναγκαῖαι , ἀνάγκη force fem nom/voc pl (epic ionic) ἀναγκαῖα , ἀναγκαῖον place of constraint neut nom/voc/acc pl ἀναγκαῖα , ἀναγκαῖος of neut nom/voc/acc pl ἀναγκαῖα , ἀναγκαῖος of neut nom/voc/acc pl ἀναγκαῖε , ἀναγκαῖος of masc voc sg ἀναγκαῖε … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγκαῖ' — ἀναγκαῖαι , ἀνάγκη force fem nom/voc pl (epic ionic) ἀναγκαῖα , ἀναγκαῖον place of constraint neut nom/voc/acc pl ἀναγκαῖα , ἀναγκαῖος of neut nom/voc/acc pl ἀναγκαῖα , ἀναγκαῖος of neut nom/voc/acc pl ἀναγκαῖε , ἀναγκαῖος of masc voc sg ἀναγκαῖε … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀναγκαῖον — ἀναγκαῖον , ἀναγκαῖον place of constraint neut nom/voc/acc sg ἀναγκαῖον , ἀναγκαῖος of masc acc sg ἀναγκαῖον , ἀναγκαῖος of neut nom/voc/acc sg ἀναγκαῖον , ἀναγκαῖος of masc/fem acc sg ἀναγκαῖον , ἀναγκαῖος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀναγκαιότατα — ἀναγκαῑότατα , ἀναγκαῖος of adverbial superl ἀναγκαῑότατα , ἀναγκαῖος of neut nom/voc/acc superl pl ἀναγκαῑότατα , ἀναγκαῖος of adverbial superl ἀναγκαῑότατα , ἀναγκαῖος of neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀναγκαῖον — ἀναγκαῖον , ἀναγκαῖον place of constraint neut nom/voc/acc sg ἀναγκαῖον , ἀναγκαῖος of masc acc sg ἀναγκαῖον , ἀναγκαῖος of neut nom/voc/acc sg ἀναγκαῖον , ἀναγκαῖος of masc/fem acc sg ἀναγκαῖον , ἀναγκαῖος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)