αναβρύζω
1αναβρύζω — και αναβράω ανάβρυσα, αναβλύζω, ξεπηδώ: Κοντά στο χωριό μας αναβρύζει μια πηγή …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
2αναβρύζω — αναβλύζω και αναβρύζω, ανέβλυσα και ανάβλυσα και ανέβρυσα και ανάβρυσα βλ. πίν. 33 …
3αναβρύζω — αναβλύζω*, αναβρύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναβρύω. ΠΑΡ. ανάβρυση, ανάβρυσμα, αναβρυστικός] …
4ανάβρυση — η η ανάβλυση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναβρύζω] …
5ανάβρυσμα — το [αναβρύζω] η ανάβλυση* …
6αναβρυστικός — ή, ό [αναβρύζω] (για το νερό) αυτό που αναβλύζει από πηγή …
7αναβρύω — (Α ἀναβρύω) αναβλύζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. ἀνα * + βρύω, «τινάζω μπροστά». ΠΑΡ. νεοελλ. ανάβρα, αναβρύζω, αναβρυούσα, αναβρυτήρας, αναβρυτήριος, ανάβρυτος, αναβρυτός] …
8επιβρύω — ἐπιβρύω (Α) 1. (για νερό) ξεσπάω, αναβρύζω με αφθονία 2. αναδίδω με αφθονία («κάμηλον σκώληξιν ἐπιβρύουσαν») 3. (για άνθη) έχω πλούσια ανθοφορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βρύω «είμαι γεμάτος, είμαι πλήρης»] …
9ζέω — (AM ζέω, Α και ζέννυμι, επικ. τ. ζείω) 1. βράζω, κοχλάζω («ἐπεὶ δὴ ζέσσεν ὕδωρ ἐνὶ ἤνοπι χαλκῷ», Ομ. Ιλ.) 2. φλέγομαι, κατέχομαι υπερβολικά από κάποιο συναίσθημα νεοελλ. μσν. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ). το ζέον 1. ζεστό νερό που προστίθεται στο …
10κρυφαναβρύζω — (για υγρό) αναβρύζω από αφανή πηγή …
- 1
- 2