αναβρύζω

  • 11μυροβρύτης — μυροβρύτης, ὁ (Μ) (για αγίους) μυροβλύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + βρύτης (< βρύω «αναβρύζω»)] …

    Dictionary of Greek

  • 12πηγάζω — ΝΜΑ [πηγή] 1. (για νερό και άλλα ρευστά) αναβρύζω, αναβλύζω, ξεπηδώ 2. μτφ. εκπηγάζω, προέρχομαι, απορρέω (α. «όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον λαό» β. «διὰ γυναικὸς πηγάζει τὰ κρείττονα», Κασσ. γ. «ζωὴ μὲν ἐκ Θεοῡ πηγάζουσα, διὰ δὲ τοῡ Υἱοῡ… …

    Dictionary of Greek

  • 13αναβλύζω — και αναβρύζω, ανέβλυσα και ανάβλυσα και ανέβρυσα και ανάβρυσα βλ. πίν. 33 …

    Τα ρήματα της νέας ελληνικής