αναίρω
61αναιρεσείων — ( οντος), ον αυτός που ζητεί αναίρεση, ακύρωση δικαστικής αποφάσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αναιρεσ , αναιρέσω, μέλλ. τού ρ. αναιρώ. Η λ. απαντά για πρὠτη φορά στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος] …
62αναιρετικός — ή, ό (Α ἀναιρετικός, ή, όν) [ἀναιρῶ] ο σχετικός με την αναίρεση ή την ανασκευή νεοελλ. ικανός για αναίρεση αποφάσεως, ακυρωτικός αρχ. 1. ικανός για καταστροφή, καταστρεπτικός 2. (για φάρμακα) δηλητηριώδης …
63ανακαλώ — ( έω) (Α ἀνακαλῶ) Ι. ενεργ. 1. καλώ μεγαλόφωνα, προσκαλώ (στα αρχ. και το μέσ.) 2. καλώ, διατάσσω κάποιον να επιστρέψει, επαναφέρω (στα αρχ. κυρίως μέσ.) ΙΙ. μέσ. 1. επικαλούμαι (τον Θεό ή κάποιον άγιο) (στα αρχ. και ενεργ.) 2. κλαίω, θρηνώ… …
64αναλίσκω — (Α ἀναλίσκω και ἀναλῶ, όω, Ν και αναλώνω) 1. δαπανώ, ξοδεύω, καταναλώνω 2. ξοδεύω αλόγιστα, κατασπαταλώ 3. φθείρω, καταστρέφω σιγά σιγά (στα αρχ. μόνο στην παθ.) αρχ. 1. (για πρόσωπα) σκοτώνω, καταστρέφω 2. παθ. (για πράγματα) εκλείπω, μέ πετούν …
65αναπαλαίω — (Α ἀναπαλαίω) μσν. νεοελλ. επαναλαμβάνω την πάλη, διεξάγω νέον αγώνα μσν. αποσύρω, ανακαλώ, αναιρώ αρχ. επανορθώνω κάτι με νέον αγώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνa * + παλαίω. ΠΑΡ. μσν. ἀναπάλαισις] …
66ανασκευάζω — (Α ἀνασκευάζω) [σκευάζω] 1. αναιρώ, ανατρέπω επιχειρήματα ή κατηγορία αρχ. Ι. ενεργ. 1. ετοιμάζω τις αποσκευές για αναχώρηση 2. απογυμνώνω, ερημώνω, καταστρέφω II. μέσ. 1. διαλύω το στρατόπεδο και αναχωρώ 2. διαλύομαι, χρεωκοπώ …
67ανατίθημι — (AM ἀνατίθημι) Ι. ενεργ. 1. προσάπτω, αναφέρω, αποδίδω σε κάποιον κάτι 2. αφήνω, εμπιστεύομαι σε κάποιον κάτι 3. τοποθετώ ή ανεγείρω κάτι ως ανάθημα, αφιερώνω 4. αναβάλλω, κρατώ μακριά II. (μέσ., εμαι) 1. τοποθετώ, βάζω επάνω 2. εκθέτω, διηγούμαι …
68ανατρέπω — (AM ἀνατρέπω) 1. αναστρέφω, αναποδογυρίζω 2. καταργώ, καταλύω, καθαιρώ, γκρεμίζω 3. ανασκευάζω, αναιρώ λόγους ή επιχειρήματα νεοελλ. ματαιώνω, ακυρώνω αρχ. Ι. ενεργ. 1. κάνω κάποιον να πέσει ύπτιος, ξαπλώνω 2. καταστρέφω, αφανίζω 3. εξεγείρω,… …
69αντιφάσκω — (Α ἀντιφάσκω) νεοελλ. λέω το αντίθετο από αυτό που είπα προηγουμένως, αναιρώ τους λόγους μου αρχ. 1. αντιλέγω 2. αποκρίνομαι …
70απείπον — ἀπεῑπον (Α) 1. μιλώ ελεύθερα, αποκαλύπτω 2. αρνούμαι 3. απαγορεύω 4. απορρίπτω, δεν αναγνωρίζω, αποκηρύσσω, παρατώ 5. (αμτβ.) αποκάμνω, καταβάλλομαι, εξαντλούμαι 6. ενδίδω, υποχωρώ 7. έχω έλλειψη, είμαι ελλιπής 8. αποτυγχάνω, υπολείπομαι 9. (το… …