αναίρω

  • 41ἀνήρου — ἀναίρω raise aor ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) ἀνέρομαι aor ind mid 2nd sg (attic epic doric) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 42ἄναρες — ἀναίρω raise aor ind act 2nd sg (epic doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 43αλληλοαναιρούμαι — ( έομαι) αναιρούμαι από κάποιον και συγχρόνως τόν αναιρώ (και για έννοιες: «τα επιχειρήματα σου αλληλοαναιρούνται»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + αναιρώ ( ούμαι)] …

    Dictionary of Greek

  • 44προαναιρώ — έω, Α 1. αφαιρώ κάτι εκ τών προτέρων, αφανίζω από πριν 2. φονεύω προηγουμένως («προαναιρεῑν ἀδελφὸν φαρμάκοις», Ιώσ.) 3. αναιρώ, ανασκευάζω εκ τών προτέρων 4. μέσ. προαναιροῡμαι, έομαι συλλαμβάνω κάτι πρώτος 5. παθ. εκλέγομαι προηγουμένως.… …

    Dictionary of Greek

  • 45προεξελέγχω — Α προανασκευάζω, αναιρώ εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐξελέγχω «κάνω λεπτομερή έλεγχο, αναιρώ, ανασκευάζω»] …

    Dictionary of Greek

  • 46στρίβω — και στρίφτω και στρίφω Ν 1. συστρέφω, περιστρέφω κάτι («κι εκείνος τ αποκρίθηκε και στρίφτει το μουστάκι», δημ. τραγούδι) 2. (αμτβ.) α) κάνω στροφή, συστρέφομαι («δεν ξέρω πώς έστριψε το τιμόνι, αφού δεν τό κούνησα») β) αλλάζω μέτωπο, μεταβάλλω… …

    Dictionary of Greek

  • 47συναναιρώ — έω, Α 1. σηκώνω κάποιον με τη βοήθεια άλλου 2. φονεύω κάποιον μαζί με άλλον ή καταστρέφω κάτι μαζί με κάτι άλλο 3. καταστρέφω εντελώς («τὴν ὑπάρχουσαν εὐδαιμονίαν συνανεῑλες», Iσοκρ.) 4. (το παθ.) συναναιρούμαι, έομαι καταστρέφομαι συγχρόνως ή… …

    Dictionary of Greek

  • 48διήναρον — διήνᾱρον , διά , ἀνά ἀρόω plough imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) διήνᾱρον , διά , ἀνά ἀρόω plough imperf ind act 1st sg (doric aeolic) διά , ἀνά ἀρόω plough imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) διά , ἀνά ἀρόω plough imperf ind… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 49ἀναιρούσας — ἀναιρούσᾱς , ἀναίρω raise pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) ἀναιρούσᾱς , ἀναίρω raise pres part act fem gen sg (doric) ἀναιρούσᾱς , ἀναιρέω take up pres part act fem acc pl (attic epic doric) ἀναιρούσᾱς , ἀναιρέω take up pres… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 50ἀναιρέτων — ἀναίρετος incapable of choosing masc/fem/neut gen pl ἀναίρω raise pres imperat act 3rd pl ἀναίρω raise pres imperat act 3rd dual …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)