ανήλικος
1ἀνήλικος — not yet arrived at man s estate masc/fem nom sg …
2ανήλικος — Α. θεωρείται, κατά τον Αστικό Κώδικα, όποιος δεν έχει συμπληρώσει το 18o έτος της ηλικίας του. Όποιος μάλιστα δεν έχει συμπληρώσει το 10o έτος αποκλείεται από κάθε είδους δικαιοπραξία και δεν ευθύνεται για τη ζημία που προξένησε σε περίπτωση… …
3ανήλικος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει τη νόμιμη ηλικία: Και ο νέος και η νέα ήταν ανήλικοι. 2. μικρόσωμος, μπασμένος: Μιλάς και συ, βρε ανήλικο; …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἀνήλικον — ἀνήλικος not yet arrived at man s estate masc/fem acc sg ἀνήλικος not yet arrived at man s estate neut nom/voc/acc sg …
5ἀνηλίκους — ἀνήλικος not yet arrived at man s estate masc/fem acc pl …
6ἀνηλίκων — ἀνήλικος not yet arrived at man s estate masc/fem/neut gen pl …
7ἀνηλίκῳ — ἀνήλικος not yet arrived at man s estate masc/fem/neut dat sg …
8ἀνήλικοι — ἀνήλικος not yet arrived at man s estate masc/fem nom/voc pl …
9ικανότητα — Ψυχοσωματικό χαρακτηριστικό που αποκτάται με άσκηση, η οποία επιτρέπει ή διευκολύνει την ανάπτυξη ορισμένων δραστηριοτήτων. Η ι. μπορεί, επομένως, να θεωρηθεί ως καρπός της πράξης της αγωγής που θεμελιώνεται στις έμφυτες ιδιότητες του ατόμου και… …
10χρημάτιο — το, Ν [χρήμα, χρήματος] 1. ρωμ. δίκ. περιουσία την οποία ένας ανήλικος μπορούσε να διαθέσει κατά κυριότητα ή τής οποίας είχε την επικαρπία 2. φρ. α) «πατρικό χρημάτιο» ρωμ. δίκ. περιουσία που δόθηκε για διαχείριση από πατέρα σε ανήλικο β)… …