-
1 неслыханный
неслыханн||ыйприл ἀνήκουστος, πρωτάκουστος, πρωτοφανής, ἄνευ προηγουμένου:\неслыханныйая вещь πρωτάκουστο πράγμα· \неслыханныйое преступление τό ἀνήκουστο Εγκλημα· \неслыханныйые жертвы οἱ ἀφάνταστες θυσίες· \неслыханный успέx ἡ πρωτοφανής ἐπιτυχία
См. также в других словарях:
καινοπαθής — καινοπαθής, ές (Α) αυτός που παθαίνει ή έπαθε κάτι καινούργιο, φοβερό και ανήκουστο («πολλὰ πήματα καὶ καινοπαθῆ», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + παθής (< πάθος), πρβλ. κακο παθής, πολυ παθής] … Dictionary of Greek
κόρακας — I Ονομασία τριών οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ., 6 κάτ.) στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βοιών. 2. Ακατοίκητος πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ.) του νομού Λαρίσης. Βρίσκεται στο… … Dictionary of Greek