-
1 ανάπτυξη
[анаптикси] ουσ. Θ. развитие, рост,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ανάπτυξη
-
2 развитие
-я ουδ.1. ανάπτυξη, αύξηση, μεγάλωμα•развитие промышленности ανάπτυξη της βιομηχανίας•
развитие мускулатуры ανάπτυξη του μυϊκού συστήματος•
развитие памяти ανάπτυξη της μνήμης.
2. εξέλιξη• ωριμότητα•развитие событий η εξέλιξη των γεγονότων•
политическое развитие πολιτική ωριμότητα.
-
3 развитие
разви́т||иес в разн. знач. ἡ ἀνάπτυξη [-ις]/ ἡ ἐξέλιξη [-ις] (эволюция):у́м-ственное \развитие ἡ διανοητική ἀνάπτυξη [-ις]· \развитие событий ἡ ἐξέλιξη [-ις] τῶν γεγονότων \развитие промышленности ἡ ἀνάπτυξη τής βιομηχανίας· законы общественного \развитиеия οἱ νόμοι τής κοινωνικής ἐξέλιξης. -
4 дальнейший
дальнейший επόμενος, επακόλουθος, κατοπινός \дальнейшийее развитие η παραπέρα ανάπτυξη в \дальнейшийем στο μέλλον (в будущем)* * *επόμενος, επακόλουθος, κατοπινόςдальне́йшее разви́тие — η παραπέρα ανάπτυξη
в дальне́йшем — στο μέλλον ( в будущем)
-
5 процветание
процветание с η ανάπτυξη, η πρόοδος η άνθηση (расцвет)* * *сη ανάπτυξη, η πρόοδος η άνθηση ( расцвет) -
6 развитие
-
7 рост
рост м 1) το ανάστημα, το μπόι 2) (развитие) η ανάπτυξη; η αύξηση (увеличение)9 \рост благосостояния η άνοδος της ευημερίας* * *м1) το ανάστημα, το μπόι2) ( развитие) η ανάπτυξη; η αύξηση ( увеличение)рост благосостоя́ния — η άνοδος της ευημερίας
-
8 физический
физический 1) φυσικός 2) (телесный) σωματικός; \физическийое развитие η σωματική ανάπτυξη* * *1) φυσικός2) ( телесный) σωματικόςфизи́ческое разви́тие — η σωματική ανάπτυξη
-
9 развертывание
развертываниес1. (раскручивание) τό ξεδίπλωμα, τό ξετύλιγμα·2. перен (развитие) ἡ ἀνάπτυξη [-ις], ἡ ἐξέλιξη [-ις]:\развертывание событий ἡ ἐξέλιξη τῶν γεγονότων3. воен. ἡ ἀνάπτυξη [-ις]. -
10 рост
ростм1. (развитие) ἡ ἀνάπτυξη [-ις], ἡ ἀνοδος, ἡ αὐξηση:остановиться в \росте παύω νά ἀναπτύσσομαι· \рост промышленности ἡ ἀνάπτυξη τής βιομηχανίας· \рост производительности труда ἡ αὐξηση τής παραγωγικότητας τής ἐργασίας· \рост посевной площади ἡ ἐπέκταση των καλλιεργησίμων ἐδαφων \рост благосостояния ἡ ἄνο-δος τής εὐημερίας·2. (человека) τό ἀνάστημα, τό μπόϊ:высокого (низкого) \роста ὑψηλού (μικροδ) ἀναστήματος· не по \росту δέν ταιριάζει στό ὑψος (μου)· во весь \рост μ' ὁλόρθο τό κορμί, σ'ὅλο τό ἀνάστημα· растянуться во весь \рост ξαπλώνομαι (или πέφτω) φαρδύς πλατύς· встать по \росту συντάσσομαι κατ· ἀνάστημα· \ростом не выйти разг μένω κοντός·3. (размер) τό μέγεθος· ◊ давать деньги в \рост уст. δανείζω χρήματα μέ τόκο, τοκίζω χρήματα. -
11 нарастание
-я ουδ.αύξηση, μεγάλωμα• ανάπτυξη•нарастание и ослабление звука αύξηση και ελάττωση του ήχου•
нарастание революционного движ-ния ανάπτυξη του επαναστατικού κινήματος.
-
12 недоразвитие
-я ουδ.ανάπτυξη ανεπαρκής•недоразвитие организма ανεπαρκής ανάπτυξη του οργανισμού.
-
13 прогресс
-а α.πρόοδος, ανάπτυξη•технический прогресс τεχνική πρόοδος•
огромный прогресс τεράστια ανάπτυξη.
-
14 рост
-а α.1. αύξηση, ανάπτυξη• μεγάλωμα• άνοδος•рост населения αύξηση του πληθυσμού•
-растений το μεγάλωμα των φυτών•
творческий рост артиста η δημιουργική ανάπτυξη (εξέλιξη) του ηθοποιού•
рост производства αύξηση της παραγωγής•
рост благосостояние народа άνοδος της ευημερίας του λαού•
остановиться в -е παύω να αναπτύσσομαι.
2. ανάστημα•мужчина высокого -а άντρας υψηλού αναστήματος•
-ом с тебя στο δικό σου ανάστημα•
какого он роста? τι ανάστημα έχει αυτός;•
не по -у δεν ταιριάζει στο ανάστημα•
встать по -у συντάσσομαι κατ ανάστημα.
3. τόκος• επιτόκιο•давать деньги в рост δίνω χρήματα με τόκο.
εκφρ.во весь рост – α) ολόρθος•стоять во весь рост – στέκομαι ολόρθος, β) (φωτογρ.) ολόκληρουαναστήματος;•на рост (шить, покупать) – με εσωτερικό γύρισμα (ράβω, αγοράζω)•пойти (тронуть(ся) в рост – φυτρώνω, φύομαι. -
15 зрелость
1. (напр. бетона) η ωρίμανση (π.χ του σκυροδέματος) 2. (состояние организма, достигшего полного развития) η ωριμότητα 3. (высокая степень развития, совершенства) η ανάπτυξηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > зрелость
-
16 наводка
1. (орудия) η σκόπευση 2. (моста) η ανάπτυξη/κατασκευή της γέφυρας 3. (на резкость) кфт. η εστίαση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > наводка
-
17 недоразвитие
η ανεπαρκής ανάπτυξη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > недоразвитие
-
18 подъём
1. (поднятие, поднимание) η ανύψωση, η άρση 2. (уклон дороги) η ανηφόρα, ο ανήφοροςкрутой - απότομη - 3 ав. (набор высоты) η άνοδος, η ανάβαση4. (рост, развитие) η ανάπτυξη, η άνοδος 5. (воодушевление) ο ενθουσιασμός 6. (верхняя часть стопы) το κουντεπιέ, κουτεπιέ (ξεν.), το πάνω μέρος της καμάρας του πέλματος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подъём
-
19 производство
1. (процесс, изготовление) η παραγωγ/ή, η κατασκευή *задержка в - е καθυστέρηση στην -свёртывать - κλείνω/σταματώ την -средства - а эк. μέσα - ήςмукомольное - η αλευροπαραγωγή, η αλευροποιίαпоточное - ασταμάτητη -, ατελεύτητη -фабричное - εργοστασιακή -, βιομηχανική -2. (добыча) η παραγωγή, η εξώ-ρυξη 3. (отрасль, вид промышленности) η βιομηχανί/α, η επιχείρηση, το εργοστάσιοкнижное - η έκδοση/εκτύπωση βιβλίων4. (выполнение, работа по изготовлению продукции) η εκτέλεση, η διεξαγωγή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > производство
-
20 развёртывание
1. (чистовая обработка отверстий с помощью развёртки) η διεύρυνση της οπής (με ραΐμπλα) 2 (снятие обёртки) το εκτύλιγμα 3. (раскатывание, напр. рулона) το ξετύλιγμα, η εκτύλιξη 4. (широкое развитие) η ανάπτυξη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > развёртывание
См. также в других словарях:
ανάπτυξη — η 1. αύξηση, μεγάλωμα των οργανικών όντων: Το παιδί παρουσιάζει πρόωρη σωματική ανάπτυξη. 2. γενικά μεγάλωμα, προαγωγή: Η πόλη αυτή σημείωσε μεγάλη ανάπτυξη την τελευταία εικοσαετία. 3. λεπτομερειακή έκθεση, ανάλυση: Έκαμε μια άρτια ανάπτυξη του… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανάπτυξη, οικονομική — Έκφραση που σημαίνει γενικά τη δυναμική τάση ενός οικονομικού συστήματος. Με αυτήν ακριβώς την έννοια η ο.α. αποτέλεσε σημαντικό πρόβλημα της σύγχρονης οικονομικής επιστήμης, συνδεδεμένο με άλλα προβλήματα, όπως της αναπαραγωγής, των διακυμάνσεων … Dictionary of Greek
ανάπτυξη — Όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί παρουσιάζουν συνεχείς μεταβολές τόσο στη μορφή όσο και στη λειτουργία. Έτσι, ένας πολυκύτταρος οργανισμός αρχίζοντας την α. του από ένα κύτταρο (το γονιμοποιημένο ωάριο ή ζυγώτη) μεγαλώνει, ωριμάζει, λειτουργεί… … Dictionary of Greek
ἀναπτύξῃ — ἀναπτύξηι , ἀνάπτυξις opening fem dat sg (epic) ἀναπτύσσω unfold aor subj mid 2nd sg ἀναπτύσσω unfold aor subj act 3rd sg ἀναπτύσσω unfold fut ind mid 2nd sg ἀ̱ναπτύξῃ , ἀναπτύσσω unfold futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀ̱ναπτύξῃ , ἀναπτύσσω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστική ανάπτυξη — Το φαινόμενο της συνεχούς ανάπτυξης των αστικών κέντρων, όχι μόνο από πληθυσμιακή άποψη, αλλά και στο επίπεδο της έκτασης και της εσωτερικής οργάνωσης. Η α.α. δεν πρέπει να συγχέεται με την αστικοποίηση (βλ. λ.), γιατί αφορά την ανάπτυξη των… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek