ανάμεσα σε ηλεκτρόδια

  • 11βολταϊκός — ή, ό φρ. 1. «βολταϊκή στήλη» ή «βολταϊκό στοιχείο» διάταξη για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας 2. «βολταϊκό τόξο» φωτεινό ηλεκτρικό τόξο που δημιουργείται ανάμεσα σε δύο ηλεκτρόδια από άνθρακα, τα οποία βρίσκονται σε διαφορά δυναμικού περίπου… …

    Dictionary of Greek

  • 12διήθηση — Διαδικασία διαχωρισμού στοιχείων που διαφέρουν μεταξύ τους ως προς κάποια ιδιαίτερη ιδιότητα. Η επεξεργασία αυτή εφαρμόζεται σε πολλούς τομείς. δ. αερίων.Πραγματοποιείται είτε κατευθύνοντας τον αέρα, που περιέχει πολύ λεπτές σκόνες, να περάσει… …

    Dictionary of Greek

  • 13ηλεκτροεγκεφαλογραφία — (ΗΕΓ). Μέθοδος νευρολογικής εξέτασης της ηλεκτρικής δραστηριότητας του εγκεφάλου, κατά την οποία καταγράφονται οι μεταβολές των διαφορών δυναμικού ανάμεσα στα εγκεφαλικά κύτταρα. Η μέθοδος επινοήθηκε και εφαρμόστηκε στον άνθρωπο από τον Γερμανό… …

    Dictionary of Greek

  • 14νάρκη — I (Βιολ.). Περιορισμός περισσότερο ή λιγότερο παρατεταμένος και βαθύς της ζωικής δραστηριότητας, που παρατηρείται σε διάφορα ασπόνδυλα και σπονδυλωτά ζώα (αλλά και σε φυτά, που το χειμώνα χάνουν τα φύλλα τους), όταν οι συνθήκες του περιβάλλοντος… …

    Dictionary of Greek

  • 15σόδα — Με την ονομασία αυτή χαρακτηρίζονται συνήθως δύο ενώσεις του νάτριου: το ανθρακικό νάτριο (Na2CO3) και το υδροξείδιο του νάτριου (NaOH), που λέγεται επίσης καυστική σόδα. Το ανθρακικό νάτριο βρίσκεται στη φύση, σε μερικά μεταλλεύματα, με τη μορφή …

    Dictionary of Greek

  • 16ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία — Γενικός όρος, με τον οποίο υποδηλώνονται όλες οι ακτινοβολίες που, διαδιδόμενες στον χώρο, μεταφέρουν ενέργεια με τη μορφή ηλεκτρομαγνητικών διαταράξεων του πεδίου. Τα διάφορα είδη ακτινοβολίας χαρακτηρίζονται με βάση τις συχνότητές τους… …

    Dictionary of Greek

  • 17ηλεκτροφθορισμός — Ιδιότητα ορισμένων σωμάτων να γίνονται φωτεινά με την επίδραση ρεύματος, ηλεκτρικής εκκένωσης ή ηλεκτρικού πεδίου. Το φαινόμενο του η. εμφανίζεται για παράδειγμα στους σωλήνες εκκένωσης που περιέχουν ευγενή αέρια σε πολύ χαμηλές πιέσεις και στους …

    Dictionary of Greek

  • 18θυρίστορ — Ημιαγωγικός ανορθωτής που κατασκευάζεται από μονοκρύσταλλο ημιαγωγό (πυρίτιο) με δομή τεσσάρων στρωμάτων p n p n και αποτελεί το ισοδύναμο στερεάς κατάστασης της τριόδου ηλεκτρονικής λυχνίας θύρατρο. Οι εξωτερικές συνδέσεις ενός θ. γίνονται στον… …

    Dictionary of Greek

  • 19ιονόφωνο — Είδος μεγαφώνου, η λειτουργία του οποίου βασίζεται στη διαμόρφωση του φαινομένου στέμματος από ένα ακουστικό σήμα. H σιωπηλή εκφόρτιση γίνεται μέσα στον αέρα, ανάμεσα σε δύο ηλεκτρόδια, από τα οποία το ένα αποτελείται από ένα θερμαινόμενο νήμα με …

    Dictionary of Greek

  • 20Πάσεν, Φρειδερίκος Λουδοβίκος Χάινριχ — (Paschen, Friedrich, 1865 – 1947). Γερμανός φυσικός. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου. Διετέλεσε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Τίμπινγκεν (1901 24) και κατόπιν διευθυντής του Κρατικού Ινστιτούτου Φυσικής και Τεχνολογίας στο Βερολίνο… …

    Dictionary of Greek