Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ανάλογα

  • 1 пропорционально

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пропорционально

  • 2 глядеть

    -яду, -ядишь, επιρ. μτχ. глядя κ. λκ. ποίηση•

    глядючи, ρ.δ.

    1. βλέπω, κοιτάζω, παρατηρώ, ορω, θεωρώ, θωρώ•

    глядеть не глядеться δε χορταίνω να κοιτάζω•

    пристально глядеть καρφώνω τα μάτια.

    2. προσέχω, επιβλέπω,παρακολουθώ, επιτηρώ•

    глядеть за детьми επιβλέπω τα παιδιά.

    (απλ.) κοιτάζω (προσπαθώ) να διακρίνω στο πλήθος.
    3. έχω θέα προς, βλέπω, κοιτάζω•

    окна -ят на двор τα παράθυρα είναι (βλέπουν)προς την αυλή.

    4. φαίνομαι•

    из-за туч -ла луна μέσα από τα σύννεφα πρόβαλε το φεγγάρι.

    5. δείχνω, φαντάζω, έχω θωριά.
    6. (προστκ.) -и(те) πρόσεχε, -έχετε (για κίνδυνο ή απειλή)•

    -щ не усни! κοίτα, μην αποκοιμηθείς!

    εκφρ.
    глядеть в оба глаза – τα μάτια σου τέσσερα•
    глядеть в гроб ή в могилу – είμαι εν όψει του μοιραίου, του τέλους, πεθαίνω οσονούπω, είμαι του θανατά•
    глядеть вон – κοιτάζω για φευγιό, για να το σκάσω•
    коса на кого – στραβοκοιτάζω κάποιον (δείχνω δυσαρέσκεια)•
    глядеть смерти (опасности, гибелиκ.τ.τ.) αντικρύζω το θάνατο, βλέπω το χάρο με τα μάτια•
    - я по кому-чему – ανάλογα (κατά) τον, το κ.τ.τ. -я по обстоятельствам ανάλογα με (κατά) τις περιστάσεις•
    по погоде -я – ανάλογα με (κατά) τον καιρό•
    на ночь -я – αργά το βράδυ, περασμένη η ώρα•
    того и -и – αυτό και να περιμένεις•
    не -ел бы на свет(божий) – δε σήκωνε κεφάλι από τη στενοχώρια•
    -я на... – κατά το παράδειγμα του...• подписать не -я υπογράφω με κλειστά τα μάτια (χωρίς να ελέγξω).
    κοιτάζομαι•

    глядеть на зеркало κοιτάζομαι στον καθρέφτη•

    месяц -ится в речку το φεγγάρι φαίνεται στο ποταμάκι.

    Большой русско-греческий словарь > глядеть

  • 3 зависимость

    зависимость ж η εξάρτηση ◇ в \зависимостьи от... ανάλογα με...
    * * *
    ж
    η εξάρτηση
    ••

    в зави́симости от... — ανάλογα με…

    Русско-греческий словарь > зависимость

  • 4 мера

    мера ж 1) το μέτρο, η μονάδα· \мераа длины το μέτρο (или η μονάδα) μήκους· \мераы веса μέτρα και σταθμά 2) (средство) τα μέτρα* \мераы предосторожности τα προφυλακτικά μέτρα" принять \мераы παίρνω μέτρα 3) (степень) о βαθμός' в известной \мерае σε ορισμένο βαθμό ◇ по крайней \мерае τουλάχιστο· в \мерау με μέτρο* по \мерае того как... καθώς...· по \мерае... ανάλογα με...
    * * *
    ж
    1) το μέτρο, η μονάδα

    ме́ра длины́ — το μέτρο ( или η μονάδα) μήκους

    ме́ры ве́са — μέτρα και σταθμά

    2) ( средство) τα μέτρα

    ме́ры предосторо́жности — τα προφυλακτικά μέτρα

    приня́ть ме́ры — παίρνω μέτρα

    3) ( степень) ο βαθμός

    в изве́стной ме́ре — σε ορισμένο βαθμό

    ••

    по кра́йней ме́ре — τουλάχιστο

    в ме́ру — με μέτρο

    по ме́ре того́ как… — καθώς…

    по ме́ре… — ανάλογα με…

    Русско-греческий словарь > мера

  • 5 смотреть

    смотреть 1) κοιτάζω* βλέπω (видеть)· \смотретьйте! κοιτάξτε! 2) (фильм и т. п.) βλέπω 3) (осматривать ) εξετάζω 4) (присматривать) προσέχω, επιβλέπω ◇ смотря по... ανάλογα με...
    * * *
    1) κοιτάζω; βλέπω ( видеть)

    смотри́те! — κοιτάξτε!

    2) (фильм и т. п.) βλέπω
    3) ( осматривать) εξετάζω
    4) ( присматривать) προσέχω, επιβλέπω
    ••

    смотря́ по... — ανάλογα με…

    Русско-греческий словарь > смотреть

  • 6 посильный

    посильн||ый
    прил ὁ κατά δύναμιν, δυνατός, ἀνάλογα μέ τίς δυνάμεις:
    \посильныйая помощь βοήθεια ἀνάλογα μέ τίς δυνάμεις (μου, σου, του).

    Русско-новогреческий словарь > посильный

  • 7 отношение

    ουδ.
    1. συμπεριφορά, φέρσιμο, διαγωγή•

    хорошее отношение к детям καλή συμπεριφορά προς τα παιδιά.

    || στάση σχέση•

    б-режное отношение к социалистической собственности μέριμνα (φροντίδα) για τη σοσιαλιστική περιουσία (ιδιοκτησία)•

    небрежное отношение αμερημνη-σία, αμέλεια, αδιαφορία.

    || άποψη, έννοια, αντίληψη• θέση στάση.
    2. (πλ θ.) -я σχέσεις, δεσμοί•

    семейные -я οικογενειακές σχέσεις•

    дружеские -я φιλικές σχέσεις•

    производственные -я παραγωγικές σχέσεις•

    в -и σχετικά, ως προς•

    общественные -я κοινωνικές σχέσεις•

    в каких вы с ним -ях? σε τι σχέσεις βρίσκεστε μ αυτόν; τι σχέσεις έχετε μαυτόν;

    γνωριμία (με επαγγέλματα, ειδικότητα κ.τ.τ.).
    3. αλληλοσύνδεση•

    отношение мышления к бытию η σχέση της σκέψης προς την αντικειμενικότητα (προς το είναι).

    4. έκθεση, αναφορά.
    5. (μαθ.) λόγος, αναλογία ποσού•

    в прямом -ии ευθέως ανάλογα•

    в обратном -ии αντιστρόφως ανάλογα.

    εκφρ.
    по -ию – αναφορικά, σχετικά, όσον αφορά, ως προς•
    в некотором -ии – κάπως, από μια άποψη, από μια πλευρά, εν μέρει•
    во всех -ях – σε όλα, από όλες τις απόψεις•
    в -ииβλ. παραπάνω•
    по -иго во многих -ях – από πολλές απόψεις•
    ни в каком -и – καθόλου, με κανένα τρόπο,.

    Большой русско-греческий словарь > отношение

  • 8 соответственно

    1. επίρ. αντίστοιχα, ανάλογα•

    когда получу инструкцию, тогда соответственно и поступлю όταν θα πάρω οδηγίες, τότε θα πράξω ανάλογα.

    2. πρόθ. κατά (σύμφωνα)•

    поступить соответственно своим убеждениям πράττω κατά τις πεποιθήσεις μου.

    3. επίσης, καθώς και•

    фруктовые деревья, соответственно и прочие культурные растения, требуют ухода τα οπωροφόρα δέντρα καθώς και, τ άλλα καλλιεργήσιμα φυτά θέλουν περιποίηση.

    εκφρ.
    соответственно с... – σύμφωνα με...

    Большой русско-греческий словарь > соответственно

  • 9 по

    По р. Πάδος ο
    * * *
    1) (по улице и т. п.) σε, ανά

    гуля́ть по го́роду (по у́лице) — κάνω βόλτα στην πόλη (στο δρόμο)

    2) ( согласно) κατά, με, ανάλογα, σύμφωνα•

    по расписа́нию — σύμφωνα με το δρομολόγιο

    по мне́нию — κατά τη γνώμη

    3) ( вследствие) κατά, λόγω, εξαιτίας

    по необходи́мости — λόγω ανάγκης

    по боле́зни — λόγω αρρώστιας

    по оши́бке — κατά λάθος

    по распоряже́нию — κατά διαταγή

    4) ( посредством) από, με, διάμεσο

    по по́чте— ταχυδρομικώς

    говори́ть по телефо́ну — μιλώ από το τηλέφωνο

    5) ( о времени) μέχρι, ως; μετά

    по вечера́м — τα βράδια

    по возвраще́нии — μετά την επιστροφή

    по́ два — ανά δύο

    по одному́ — ένας ένας

    Русско-греческий словарь > по

  • 10 вес

    вес
    м
    1. τό βάρος, τό ζύγι:
    атомный (молекулярный) \вес τό ἀτομικό[ν] (τό μοριακό) βάρος· удельный \весτό είδικό[ν] βάρος· меры \веса τά σταθμά, τά ζύγια· \весом в 100 килограммов βάρους ἐκατό κιλών на \вес μέ τό ζύγι· по \весу σύμφωνα μέ τό ζύγι (или βάρος), ἀνάλογα μέ τό βάρος· прибавить в \весе αὐξάνω τό βάρος, παχαίνω, βάζω βάρος· убавить в \весе ἐλαττώνω (или μειώνω) τό βάρος, ἀδυνατίζω, χάνω βάρος'
    2. спорт. τό βάρος:
    наилегчайший \вес ὑπερελαφρὠν βαρῶν легкий \вес ἐλαφρῶν βαρῶν полулегкий \вес ήμιελαφρων βαρῶν средний \вес μέσων βαρῶν полусредний \вес ήμιμέσων βαρὠν· тяжелый \вес βαρέων βαρών· превосходить в \весе ξεπερνώ στό βάρος, ζυγίζω περισσότερο·
    3. перен ἡ βαρύτης, ἡ ἀξία, τό κύρος:
    человек с большим \весом ἀνθρωπος μέ κύρος· ◊ на \весу́ κρεμαστός, ἀνηρτημένος· на \вес золота πολύ ἀκριβά, ἀκριβός σάν τό χρυσάφι.

    Русско-новогреческий словарь > вес

  • 11 зависимость

    зави́с||имость
    ж ἡ ἐξάρτηση [-ις]:
    крепостная \зависимостьимость ἡ φεουδαρχική ὑποτέλεια· быть в \зависимостьимости от кого́-л. ἐξαρτιέμαι ἀπό κάποιον в \зависимостьимости от обстоятельств ἐξαρτάται ἀπό τίς περιστάσεις, ἀνάλογα μέ τίς περιστάσεις.

    Русско-новогреческий словарь > зависимость

  • 12 нос

    нос
    м
    1. ἡ μύτη, ἡ ρις / τό ράμφος (у птиц):
    большой \нос ἡ μεγάλη μύτη, ὁ μύτος, ἡ μυτάρα· курносый \нос ἡ σιμή μύτη· орлиный \нос ἡ γρυπή μύτη· человек с орлиным \носом γερακομύτης· вздернутый \нос ἡ ἀνασηκωμένη μύτη· \нос с горбинкой ἡ κυρτή μύτη·
    2. мор. ἡ πλώρη, ἡ πρώρα·
    3. геогр. τό ἀκρωτήριο[ν]· ◊ говорить в \нос μιλώ μέ τή μύτη· взять что-л.,из-под \носа παίρνω κάτι μπροστά ἀπ' τά μάτια κάποιου· совать повсюду свой \нос χώνω παντοῦ τή μύτη μου· водить кого-л. за \нос разг σέρνω κάποιον ἀπό τή μύτη, τραβῶ ἀπό τή μύτη· не видеть дальше своего́ \носа разг δέν βλέπω πιό μακρυά ἀπό τή μύτη μου· остаться с \носом разг μένω στά κρύα τοδ λουτρού· показать кому́-л. \нос κοροϊδεύω, κάνω κοροϊδευτική χειρονομία· повесить \нос κα-τσουφιάζω, κρεμάω τά μούτρα μου· задирать \нос σηκώνω τήν μύτη ψηλά, ξιπάζομαι, τό παίρνω ἐπάνω μου· столкнуться \носом к \носу συναντώ κάποιον, τρακάρω μέ κάποιον зарубите себе на \носу́ разг βάλτε τό καλά στό μυαλό σας· уткнуться \носом в книгу βυθίζομαι στό διάβασμα τοῦ βιβλίου· клевать \носом κουτουλάω ἀπό τή νύστα· ткнуть \носом кого-л. во что́-л. δείχνω, βάζω μπροστά στά μάτια κάποιου, φέρνω μπροστά στή μύτη κάποιου· закрыть дверь перед чьйм-л, \носом разг κλείνω τήν πόρτα κατάμουτρα (κάποιου)· быть на \носу (о каком-л. событии) πλησιάζω, κοντεύω, ἐρχομαι· держать \нос по ветру καιροσκοπῶ, ἀλλάζω πεποιθήσεις ἀνάλογα μέ τήν περίσταση, πάω ὅπου φυσάει ὁ ἄνεμος.

    Русско-новогреческий словарь > нос

  • 13 отношение

    отношени||е
    с
    1. ἡ στάση, ἡ σχέση προς.../ τό φέρσιμο, ἡ συμπεριφορά (об-хоокдение):
    бережное \отношение ἡ φροντίδα, ἡ μέριμνα· небрежное \отношение ἡ ἀμέλεια, ἡ ἀδιαφορία·
    2. (связь, касательство) ἡ σχέση [-ις[:
    не имея \отношениея к чему-л. δέν ἔχω σχέση μέ...· какое это имеет \отношение к...? καί τί σχέση ἔχει αὐτό μέ..;·
    3. \отношениея мн. (взаимное общение, связь) οἱ σχέσεις:
    производственные \отношениея οἱ παραγωγικές σχέσεις· деловые \отношениея οἱ ἐμπορικές σχέσεις· родственные \отношениея ἡ συγγένεια· дружеские \отношениея οἱ φιλικές σχέσεις· завязы-бать \отношениея συνάπτω σχέσεις·
    4. мат ὁ λόγος, ἡ ἀναλογία, ἡ σχέσις δύο ποσῶν. в прямом (обратном) \отношениеи εὐθέως (αντιστρόφως) ἀνάλογα·
    5. канц. τό ἐγγραφο, τό ὑπόμνημα· ◊ по \отношениею.к кому́-л., че-му́-л., в \отношениеи кого-л., чего́-л. σχετικά μέ, σέ σχέση μέ· в этом \отношениеи σχετικά μ' αὐτό· во многих \отношениеях ἀπό πολλες ἀπόψεις· во всех \отношениеях ἀπ' ὀλες τίς ἀπόψεις· ни в каком \отношениеи κατ' οὐδένα λόγον, μέ κανένα τρόπο.

    Русско-новогреческий словарь > отношение

  • 14 пропорциоиально

    пропорциоиальн||о
    нареч ἀναλογι-κά[ώς], ἀνάλογα / συμμετρικά (соразмерно, симметрично).

    Русско-новогреческий словарь > пропорциоиально

  • 15 сообразно

    сообразн||о
    нареч σύμφωνα μέ, συμ-φώνως προς, ἀνάλογα:
    поступать \сообразно с законом ἐνεργώ σύμφωνα μέ τόν νόμο.

    Русско-новогреческий словарь > сообразно

  • 16 пропорционально

    [πραπαρτσυανάλ'να] εχΐρ. ανάλογα, συμμετρικά

    Русско-греческий новый словарь > пропорционально

  • 17 пропорционально

    [πραπαρτσυανάλ'να] εχΐρ ανάλογα, συμμετρικά

    Русско-эллинский словарь > пропорционально

  • 18 дым

    -а (-у), προθτ. о -е, в -у, πλθ. -ы а.
    1. καπνός•

    пороховой дым καπνός μπαρούτης•

    густой дым πυκνός καπνός•

    нет -а без огня δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά (υπάρχει αιτία)•

    рассеяться как дым διαλύομαι σαν καπνός•

    столбом στήλη καπνού.

    || φάντασμα, φάσμα όραμα• σκιά, χίμαιρα.
    2. παλ. σπίτι, ατομικό νοικοκυριό•

    дань с -а δόσιμο (φόρος) κατά σπίτι.

    || φόρος ανάλογα με τίς καπνοδόχους σε κάθε σπίτι.
    εκφρ.
    в дым – (απλ.) δυνατά, (στα) γερά•
    дым коромыслом, дым столбом, – θόρυβος, ταραχή, πατιρντί, σαματάς•
    я поругался в дым – μάλωσα στα γερά.

    Большой русско-греческий словарь > дым

  • 19 зуб

    -а, πλθ. зубы, -ов, κ. зубья, -ьев α.
    1. δόντι•

    коренной зуб ο τραπεζίτης•

    молочный зуб ο γαλαξίας (γαλακτίας)•

    глазевые -ы οι κυνόνοντες•

    зуб мудрости ο φρονιμίτης•

    вставные -ы τα βαλτά δόντια•

    -ы передние τα μπροστινά δόντια (οι, κοπτήρες)•

    -ы прорезались τά δόντια έσκασαν (αναφύησαν).

    2. μτφ. κάθε οδοντοειδής εξοχή οργάνου•

    зубья! пилы δόντια του πριονιού.

    εκφρ.
    зуб за зуб – τρωγώμαστε σαν τα σκυλιά•
    зуб на зуб не попадает – μου φεύγει το κατακλείδι (από κρύο, φόβο κ.τ.τ.)•
    - ами держаться – κρατιέμαι με τα δόντια (επίμονα δεν υποχωρώ)•
    - ы разгорелись – καίγομαι από την επιθυμία•
    глядеть ή смотрть в -ы – κοιτάζω με ποιόν έχω να κάνω και ανάλογα να συμπεριφερθώ•
    вооруженный до -ов – (εξ)οπλισμένος ως τα δόντια (σαν αστακός)•
    вырвать от -ов – αποσπώ από τα δόντια (με μεγάλη δυσκολία)•
    иметь зуб на кого ή против кого – έχω άχτι (αμάχη) για κάποιον•
    -ы на пол положить ή класть – δεν έχω τίποτε για να φάω, τα δόντια μου μένουν άπραγα•
    ломать –ы на чем – σπάζω τα μούτρα (αποτυχαίνω οικτρά)•
    показывать -ы – δείχνω τα δόντια (την κακία)•
    стиснуть -ы – σφίγγοντας τα δόντια (υπερεντείνοντας τις δυνάμεις)•
    - ы съесть на чём – έχει περάσει πολλά η καμπούρα μου, είνιαι πεπειραμένος (παθός зуб μαθός)•
    точить -ы – α) σου, του κλπ. έχω ράμματα για τη γούνα, β) τροχώ τα δόντια (ετοιμάζομαι αρπάξω)•
    чесать -ы – (απλ.)1 φλυαρώ• κουτσομπολεύω•
    навязло в –ах – πολύ τον (την κλπ.) βαρέθηκα•
    не по -ам – δεν είναι για τα δόντια (σου, του κ.τ.τ.)•
    ни в зуб толкнуть – δεν ξέρω γρυ, δε σκαμπάζω τίποτε•
    сквозь -ы (говорить, бормотать κλπ.) – μουρμουρίζω, μεμψιμοιρώ.

    Большой русско-греческий словарь > зуб

  • 20 какой

    αντων.
    1. (ερωτηματική) ποιος; τι;
    какой ваш любимый цвет? ποιο χρώμα σας αρέσει περισαότερο;•

    -го вы мнения о нём τι γνώμη έχετε γι αυτόν;•

    -ая нужда мне знать τι ανάγκη έχω να ξέρω•

    к -ому выводу пришли? Σε τι συμπέρασμα κατα/.ήζατε;•

    -ая польза мне от этого? τι ωφέλεια έχω εγώ απ αυτό;

    2. (περιφρονητικά) τι, τι είδους•

    какой он учёный τι επιστήμονας είναι αυτός.

    3. (αναφορ.) ποιος, τι•

    не знаю -ую книгу вам дать δεν γνωρίζω ποιο βιβλίο να σας δώσω.

    || που, οποίος•

    таких гвоздей -их вам нужно, у меня нет τέτοια καρφιά, που εσείς θέλετε, δεν έχω.

    4. ένας, κάποιος• οποιοσδήποτε. || (σε συνδυασμό με αρνητ. εκφράσεις: неизвестно: неведомо, не знаю κ.τ.τ.) για ποιόν, για τι•

    он поехал в афины неизвестно по -им делам αυτός πήγε στην Αθήνα, χωρίς να ξέρουμε για υποθέσεις (άγνωστο για τι).

    5. επιφ. τι•

    какой умный человек! τι έξυπνος άνθρωπος!•

    какой добрый! τι καλός!•

    -ое несчастие! τι δυστυχία!

    εκφρ.
    какой бы то ни был (было) – οποιοσδήποτε, καθένας, όποιος και να είναι•
    какой ни (на)есть – οποιοσδήποτε, όποιος να είναι, όποιος σας αρέσει•
    хоть какой ή какой хотите – οποιοδήποτε, όποιο θέλετε•
    из -ихπαλ. από ποιο κοινωνικό στρώμα•
    ни в -ую – με κανένα τρόπο, σε καμιά περίπτωση•
    где какой – ο καθένας εκεί που πρέπει•
    когда какой – το κάθε τι στον καιρό του•
    кому «• – ανάλογα με τον άνθρωπο•
    какой тут – άστ αυτά, έλα (σώπα) τώρα•
    какой там – τι είν αυτά (εκεί) που λες•
    какой там наши? – τι ζητάν οι δικοί μας εκεί;•
    -им образом? – πως; με τι τρόπο;

    Большой русско-греческий словарь > какой

См. также в других словарях:

  • ἀνάλογα — ἀνάλογος according to a due neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀνάλογα — ἀνάλογα , ἀνάλογος according to a due neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

  • ήχου, εγγραφή — Σύνολο τεχνικών λειτουργιών που επιτρέπουν τη μεταφορά των χαρακτηριστικών του ήχου πάνω σε ένα κατάλληλο υλικό, ικανό να το διατηρεί και να το αναπαράγει. Η ε.ή. μπορεί να γίνει με μεθόδους οπτικο φωτογραφικές (που χρησιμοποιούνται για τον… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …   Dictionary of Greek

  • ανάλυση — Η διάλυση μιας σύνθετης ουσίας στα συστατικά της· το λιώσιμο μιας ουσίας· η διαίρεση του λόγουσε στοιχεία και η εύρεση της μεταξύ τους σχέσης· λεπτομερειακή έκθεση των στοιχείων μιας θεωρίας ή ενός φιλοσοφικού συστήματος· η μελέτη των στοιχείων… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»