αμπαρώνω
11μοχλώ — μοχλῶ, όω (Α) [μοχλός] ασφαλίζω με μοχλό, κλείνω με αμπάρα, αμπαρώνω …
12ρουμανίζω — ρωμανίζω, ΝΜ κλείνω με τον σύρτη τής πόρτας, αμπαρώνω νεοελλ. ασπάζομαι και υιοθετώ τις ρουμανικές αντιλήψεις για ένα θέμα ή διάκειμαι ευμενώς προς τους Ρουμάνους, παίρνω το μέρος τών Ρουμάνων …
13κλειδαμπαρώνω — ωσα, ώθηκα, κλειδαμπαρωμένος, κλειδώνω και αμπαρώνω την πόρτα, διπλοκλειδώνω …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Страницы
- 1
- 2