αμοιβάδωση

  • 1αμοιβάδωση — Λοιμώδης νόσος, πολύ μεταδοτική, η οποία οφείλεται στην ιστολυτική αμοιβάδα που ζει στο παχύ έντερο. Το μονοκύτταρο αυτό πρωτόζωο εγκαθίσταται στο λεπτό έντερο του ανθρώπου. Κλινικά, η νόσος διακρίνεται σε οξεία και σε χρόνια μορφή· στην πρώτη… …

    Dictionary of Greek

  • 2αμοιβάδωση — η (ιατρ.), αρρώστια που την προκαλεί η αμοιβάδα …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 3αμοιβαδικός — ή, ό [αμοιβάδα] 1. αυτός που οφείλεται σε αμοιβάδωση* 2. ως ουσ. αυτός που πάσχει από αμοιβάδωση, ο αμοιβαδοπαθής …

    Dictionary of Greek

  • 4αμοιβάδες — οι Ζωολ. μονοκύτταροι μικροοργανισμοί, που ανήκουν στα Ριζόποδα Πρωτόζωα, και συγκεκριμένα στις Γυμναμοιβάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λόγιας προελεύσεως όρο, που προήλθε < αρχ. ἀμοιβάς, άδος (< ἀμοιβὴ) «η εναλλασσόμενη, αυτή που χρησιμεύει… …

    Dictionary of Greek

  • 5δυσεντερία — Νόσος του παχέος εντέρου που χαρακτηρίζεται από πόνους στην κοιλιά και βλεννώδεις ή βλεννοαιματηρές κενώσεις. Τα συμπτώματα αυτά μπορεί να οφείλονται σε πολλές αιτίες, αλλά οι συνηθέστερες είναι η αμοιβάδωση του εντέρου, η ελκωτική κολίτιδα και η …

    Dictionary of Greek

  • 6αμοιβάδα — Πρωτόζωο της ομοταξίας των ριζοπόδων, είδος κοινό στα γλυκά νερά. Το μέγεθός του φτάνει το πολύ ένα χιλιοστό, στην α. πρωτέα.Χαρακτηριστικός είναι o τρόπος που κινείται: στερείται μεμβράνης και το κυτταρόπλασμα προεκτείνεται με μορφή ριζοειδών ή… …

    Dictionary of Greek

  • 7βαλαντίδιο — (balantidium). Γένος βλεφαριδωτών πρωτόζωων της οικογένειας των βαλαντιιδών. Ζουν παρασιτικά στο πεπτικό σύστημα θηλαστικών και πολλές φορές του ανθρώπου. Είναι μονοκύτταροι μικροσκοπικοί οργανισμοί (0,1 0,5 χιλιοστά) ελλειψοειδούς σχήματος, με… …

    Dictionary of Greek

  • 8Παναγιωτάτου, Αγγελική — (1878 – 1954). Γιατρός και λογία από την Κεφαλονιά. Υπήρξε η πρώτη χρονολογικά φοιτήτρια του Πανεπιστημίου της Αθήνας. Ειδικεύτηκε στη μικροβιολογία και εγκαταστάθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου εργάστηκε κυρίως ως μικροβιολόγος και… …

    Dictionary of Greek

  • 9παρασιτικές ασθένειες — (Ιατρ.). Ασθένειες του ανθρώπου και των ζώων οι οποίες προκαλούνται από μονοκύτταρα πρωτόζωα, σκουλήκια, τσιμπούρια και μερικά αρθρόποδα. Ανάλογα με τον τύπο του αιτιολογικού παράγοντα, διαιρούνται σε πρωτοζωιάσεις (πρωτοζωικοί αιτιολογικοί… …

    Dictionary of Greek