αμαθής
1ἁμαθής — ἀμαθής , ἀμαθής ignorant masc/fem nom sg …
2ἀμαθής — ignorant masc/fem nom sg …
3Ἀμάθης — masc nom sg …
4αμαθής — ές (Α ἀμαθής) 1. αυτός που στερείται γνώσεων, που βρίσκεται σε άγνοια, άπειρος, ανίδεος, ανεπιτήδειος (στα αρχ. αντίθ. δεξιός) 2. εν μέρει ή εντελώς αγράμματος, αμόρφωτος, αδίδακτος 3. ανόητος, βλάκας αρχ. 1. άκαρδος, ασυγκίνητος, απάνθρωπος 2.… …
5αμαθής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, απαίδευτος: Θεωρούσε τον εαυτό του σπουδαίο, αλλά ήταν αμαθής …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
6Κρεῖττον ὀψιμαθὴς ἢ ἀμαθής. — См. Лучше поздно, чем никогда …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
7ἀμαθῆ — ἀμαθής ignorant neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀμαθής ignorant masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀμαθής ignorant masc/fem acc sg (attic epic doric) …
8ἀμαθέστερον — ἀμαθής ignorant adverbial comp ἀμαθής ignorant masc acc comp sg ἀμαθής ignorant neut nom/voc/acc comp sg …
9κἀμαθής — ἀμαθής , ἀμαθής ignorant masc/fem nom sg …
10ἀμαθεστάτων — ἀμαθής ignorant fem gen superl pl ἀμαθής ignorant masc/neut gen superl pl …