αλλάττω
1ἀλλάττω — ἀλλάσσω make other than it is pres subj act 1st sg (attic) ἀλλάσσω make other than it is pres ind act 1st sg (attic doric aeolic) ἀλλάσσω , ἀναλάζομαι take again aor ind mp 2nd sg (homeric) …
2Augmentum — (lat.), 1) Zusatz, Vermehrung; 2) in der griechischen Sprache, Bildungselement am Anfang eines Zeitwortes in dem Imperfectum u. Aorist; es ist entweder A. syllabĭcum, wenn der erste Buchstabe des Wortes ein Consonant ist, u. besteht in dem… …
3αλλάζω — (Α ἀλλάσσω, αττ. ἀλλάττω και διαλεκτικά ἀλλάζω) Ι. (μτβ.) 1. κάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι ήταν μέχρι τώρα, μεταβάλλω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ 2. (αρχ. και μεσ.) δίνω ή παίρνω κάτι με αντάλλαγμα, ανταλλάσσω, κάνω ανταλλαγή 3. αντικαθιστώ,… …
4αλλάσσω — (Α ἀλλάσσω) [ἀλλάττω] βλ. αλλάζω …
5μορφάλλαξη — η βιολ. διαδικασία αναδιοργάνωσης τών ιστών, που παρατηρείται σε πολλούς κατώτερους οργανισμούς μετά από σοβαρό τραυματισμό, όπως είναι λ.χ. η διχοτόμηση τού ζώου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. morphallaxis (< μορφή + αλλάττω)] …
6χρώμα — Το χ. μιας φωτεινής πηγής, που γίνεται αντιληπτό από το ανθρώπινο μάτι, χαρακτηρίζεται από το μήκος κύματος της ακτινοβολίας που εκπέμπεται. Το φως, όταν αποτελείται από ακτινοβολία με ένα μόνο μήκος κύματος (μονοχρωματικό), είναι καθαρό χ.… …
7ՆՈՐՈԳԵՄ — (եցի.) NBH 2 0446 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c ն. ἁνακαινίζω, ἁνακαινόω, ἑγκαινίζω , ἁνανεόω renovo, instauro ἁλλάττω, σσω muto μετασκευάζω transmuto μεταμορφόω transformo, transfiguro. Նորոգ կամ նոր առնել.… …
8al-1, ol- — al 1, ol English meaning: “besides; other” Deutsche Übersetzung: Pron. stem “darũber hinaus” Note: Root al 1, ol : “besides; other” derived from Root alü : interjectIon. Material: Lat. uls “ beyond “, *ulter, tra, trum “… …