αλείβω
1αλείβω — αλείβω, άλειψα βλ. πίν. 7 …
2αλείβω — βλ. αλείφω* …
3αλείφω — αλείβω (Α ἀλείφω) 1. επιθέτω υγρή ή λιπαρή ουσία σε κάποια επιφάνεια, επαλείφω, επιχρίω 2. επαλείφω με οποιαδήποτε ύλη 3. κάνω επάλειψη σε ασθενή νεοελλ. 1. ρυπαίνω, λερώνω 2. δωροδοκώ, λαδώνω 3. παθ. ωφελούμαι υλικά, απολαμβάνω κέρδος 4. φρ. «θα …
4αλειφτός — ή, ό [αλείβω] ο αλειμμένος …
5αλείφω — αλείφω, άλειψα βλ. πίν. 13 και πρβλ. αλείβω …
6αλείφω — και αλείβω άλειψα, αλείφτηκα, αλειμμένος, απλώνω αλοιφή, κρέμα ή άλλη παρόμοια ουσία σε μία επιφάνεια, πασαλείφω: Την έβλεπε που άλειφε το πρόσωπό της με διάφορες αλοιφές …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)