αλατίζω
21ταριχοποιώ — έω, Α (σχετικά με ψάρια) αλατίζω, παστώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάριχος «παστό ψάρι» + ποιῶ (< ποιός*)] …
Страницы
21ταριχοποιώ — έω, Α (σχετικά με ψάρια) αλατίζω, παστώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάριχος «παστό ψάρι» + ποιῶ (< ποιός*)] …