αλατίζω
11αλίζω — (I) ἁλίζω (Α) [ἁλής] Ι ενεργ. 1. συνάγω, συναθροίζω 2. περισυλλέγω τμήματα ενός συνόλου παθ. 1. συγκεντρώνομαι στο ίδιο σημείο, γίνομαι ένα σύνολο, συσσωματώνομαι 2. συμπυκνώνομαι σε μια σφαίρα 3. συσσωρεύομαι, μαζεύομαι. (II) (Α ἁλίζω) (το… …
12αλατισιά — η 1. ποσότητα αλατιού αρκετή για το αλάτισμα ενός φαγητού 2. το μέρος όπου δίνουν στα γιδοπρόβατα αλάτι για φαγητό, η αλαταριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αλάτιση < αλατίζω] …
13αλατιστός — ή, ό [αλατίζω] παστωμένος, παστός …
14διαπάσσω — και διαπάττω (Α) [πάσσω] 1. ραντίζω, πασπαλίζω 2. αλατίζω, καρυκεύω 3. παθ. είμαι διάστικτος, φέρω στίγματα …
15νεαρόπαστος — νεαρόπαστος, ον (Α) αυτός που έχει παστωθεί πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεαρός + παστός (< πάσσω «αλατίζω») πρβλ. αλί παστος, χρυσό παστος] …
16προταριχεύω — Α 1. ταριχεύω εκ τών προτέρων 2. αλατίζω προηγουμένως 3. ισχναίνω έναν ασθενή με νηστεία («βούλονται γὰρ πάντες ὑπὸ τὰς ἀρχὰς τῶν νούσων προταριχεύσαντες τοὺς ἀνθρώπους ἤ δύο... ἤ καὶ πλείους ἡμέρας», Ιπποκρ.) 4. διαλύω χημικές ύλες ή ουσίες εκ… …
17σάλτσα — και σάρτσα, η, Ν 1. μίγμα θρεπτικών ουσιών υγρής ή ημίρρευστης σύστασης με αρτυματικά, τομάτα, μανιτάρια, λιπαρά συστατικά, κρασί και ενδεχομένως τυρί ή γάλα, με το οποίο περιχύνονται φαγητά ή προστίθεται σε αυτά κατά το μαγείρεμα για να γίνουν… …
18σαλάδο — το, Ν παστό κρέας που διατηρείται σε δοχεία, αλλ. παστουρμάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. salado < ρ. salar «αλατίζω»] …
19σαλάμι — το, Ν είδος αλλαντικού από λεπτοκομμένο χοιρινό ή μοσχαρήσιο κρέας, λίπος και μπαχαρικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. salame < ρ. salare «αλατίζω» < sale «αλάτι» < λατ. sal, salis «αλάτι»] …
20σκελετεύω — Α [σκελετός] 1. ξηραίνω, αποξηραίνω 2. (σχετικά με κρέας) αλατίζω, παστώνω 3. ταριχεύω, βαλσαμώνω 4. παθ. σκελετεύομαι α) ξηραίνομαι β) φθείρομαι, καταστρέφομαι …