Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

αλήθεια

  • 1 αλήθεια

    [алитья] ουσ. Θ. правда, истина.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αλήθεια

  • 2 правда

    θ.
    1. αλήθεια•

    он всега говорит -у αυτός πάντοτε λέει την αλήθεια•

    сущая правда πραγματική αλήθεια•

    правда глаза колет παρμ. η αλήθεια είναι πικρή.

    || η σωστότητα (απόψεων κ.τ.τ.). || πραγματικότητα. || βλ. правота.
    2. δίκαιο, δικαιοσύνη•

    искать -у αναζητώ (γυρεύω) την αλήθεια.

    3. παλ. κώδικας, θεσμολόγιο.
    4. ω? κατηγ. είναι αλήθεια, σωστό, δίκαιο.
    5. παρνθ. λ. πραγματικά, αλήθεια. || ερωτηματικό αλήθεια; είναι δυνατόν,• не правда ли? δεν είναι αλήθεια;
    εκφρ.
    всеми -ами и неправдами – με όλα τα μέσα (θεμιτά και αθέμιτα)
    по -е говоря ή -у говоря ή сказать – (παρενθετικό) για να είμαι αληθής•
    по -е – τίμια, σωστά•
    правда-матка – αλήθεια πραγματική•
    - у-матку резать – (απλ.) ανοιχτά, καθαρά, σταράτα ειλικρινά•
    смотреть (глядеть) -е в глаза ή в лицо – αντικρίζω (εκτιμώ) την αλήθεια θαρρετά, ατάραχα, νηφάλια•
    что правда, то правда – η αλήθεια να λέγεται.

    Большой русско-греческий словарь > правда

  • 3 правда

    правд||а
    ж
    1. ἡ ἀλήθεια:
    су́щая \правда ἡ καθαρή ἀλήθεια· говорить кому́-л. \правдау в глаза́ λέω τήν ἀλήθεια κατάμουτρα· в этом нет ни доли \правдаы σ' αὐτό δέν ὑπάρχει οὔτε Ιχνος ἀληθείας·
    2. предик безл εἶναι ἀλήθεια:
    это \правда εἶναι ἀλήθεια, τοῦτο είνε ἀληθές· это совершенная \правда αὐτό εἶναι ἀληθέστατο· \правда, что он уезжает? εἶναι ἀλήθεια δτι φεύγει;·
    3. вводн. сл. εἶναι ἀλήθεια.., ἡ ἀλήθεια εἶναι...· ◊ твоя \правда· ἔχεις δίκιο· по \правдае говоря γιά νά πούμε τήν ἀλήθεια· всеми \правдаами и неправдами χρησιμοποιώντας θεμιτά κι ἀθέμιτα μέσα

    Русско-новогреческий словарь > правда

  • 4 правда

    правда ж η αλήθεια· это \правда? είναι αλήθεια; ◇ не \правда ли? δεν είναι αλήθεια;
    * * *
    ж
    η αλήθεια

    э́то пра́вда? — είναι αλήθεια

    ••

    не пра́вда ли? — δεν είναι αλήθεια

    Русско-греческий словарь > правда

  • 5 истина

    θ.
    1. αλήθεια•

    скрывать -у κρύβω την αλήθεια•

    совершенная истина καθαρή αλήθεια•

    избитая истина κοινή (τετριμμένη) αλήθεια.

    || γνησιότητα, αληθοσύνη, αληθότητα.
    2. (φιλσ.) πραγματικότητα, πραγματική ύπαρξη•

    объективная « η αντικειμενική πραγματικότητα.

    εκφρ.
    святая истина – γνήσια αλήθεια•
    во —у{клм\а.κ. ρητορ.) πραγματικά•
    во -у прекрасная женщина – πραγματικά ωραιότατη γυναίκα.

    Большой русско-греческий словарь > истина

  • 6 взаправду

    επίρ.
    (απλ.) αληθινά, αλήθεια, στ’ αλήθεια, πραγματικά•

    шутишь или взаправду говоришь? αστειεύεσαι ή στ’ αλήθεια λές;

    Большой русско-греческий словарь > взаправду

  • 7 неужели

    ερωτημ. μόριο άραγε• αλήθεια• είναι δυνατό•

    неужели вы не знаете моего брата? αλήθεια, δεν γνωρίζετε τον αδερφό μου;•

    неужели это правда άραγε αυτό είναι αλήθεια;•

    неужели он это сделал? είναι δυνατόν αυτός να το έκανε;

    Большой русско-греческий словарь > неужели

  • 8 в

    в (во) в разн. знач. σε, σ', εις; για; в театре στο θέατρο в Москве στη Μόσχα; войти в дом μπαίνω στο σπίτι* ехать в Афины πηγαίνω στην Αθήνα в двух километрах σε απόσταση δύο χιλιομέτρων; в десять часов утра στις δέκα το πρωί в тысяча девятьсот , восемьдесят пятом году στα χίλια εννιακόσια ογδόντα πέντε; в прошлый раз την περασμένη φορά; в память чего-л. για ενθύμιο τινός в самом деле αλήθεια, πραγματικά
    * * *
    в разн. знач. во
    σε, σ’, εις; για

    в теа́тре — στο θέατρο

    в Москве́ — στη Μόσχα

    войти́ в дом — μπαίνω στο σπίτι

    е́хать в Афи́ны — πηγαίνω στην Αθήνα

    в двух киломе́трах — σε απόσταση δύο χιλιομέτρων

    в де́сять часо́в утра́ — στις δέκα το πρωί

    в ты́сяча девятьсо́т во́семьдесят пя́том году́ — στα χίλια εννιακόσια ογδόντα πέντε

    в про́шлый раз — την περασμένη φορά

    в па́мять чего́-л. — για ενθύμιο τινός

    в са́мом де́ле — αλήθεια, πραγματικά

    Русско-греческий словарь > в

  • 9 голый

    голый 1) γυμνός 2): \голыйые факты τα ξερά στοιχεία; \голыйая правда η καθαρή αλήθεια
    * * *
    2)

    го́лые фа́кты — τα ξερά στοιχεία

    го́лая пра́вда — η καθαρή αλήθεια

    Русско-греческий словарь > голый

  • 10 дело

    дело с 1) (предмет, цель забот) η υπόθεση; το έργο (творение), το ζήτημα (вопрос ) -мира η υπόθεση της ειρήνης 2) (занятие, работа ) η δουλειά у меня много дел сегодня πολλές δουλειές έχω σήμερα 3) (событие, факт) η υπόθεση, το γεγονός 4) (поступок) το έργο, η πράξη 5) (область знаний, работы) η τέχνη, η επιστήμη 6) юр. η υπόθεση' ο φάκελος, гражданское (уголовное) - η αστική (ποινική) υπόθεση, как дела? πώς τα πάτε; в чём \дело? τι συμβαίνει; в самом деле? αλήθεια; - в том, что... πρό κειται για..., το ζήτημα είναι ότι... на деле στην πραγμα τικότητα, первым -м πρώτα απ'ολα
    * * *
    с
    1) (предмет, цель забот) η υπόθεση; το έργο ( творение); το ζήτημα ( вопрос)

    де́ло ми́ра — η υπόθεση της ειρήνης

    2) (занятие, работа) η δουλειά

    у меня́ мно́го дел сего́дня — πολλές δουλειές έχω σήμερα

    3) (событие, факт) η υπόθεση, το γεγονός
    4) ( поступок) το έργο, η πράξη
    5) (область знаний, работы) η τέχνη, η επιστήμη
    6) юр. η υπόθεση; ο φάκελος

    гражда́нское (уголо́вное) де́ло — η αστική (ποινική) υπόθεση

    ••

    как дела́? — πώς τα πάτε

    в чём де́ло? — τι συμβαίνει

    в са́мом де́ле? — αλήθεια

    де́ло в том, что... — πρόκειται για..., το ζήτημα είναι ότι…

    на де́ле — στην πραγματικότητα

    пе́рвым де́лом — πρώτα απ'όλα

    Русско-греческий словарь > дело

  • 11 истина

    истина ж η αλήθεια
    * * *
    ж
    η αλήθεια

    Русско-греческий словарь > истина

  • 12 истинный

    истинный αληθινός, γνήσιος* \истинныйая правда η καθαρή αλήθεια
    * * *
    αληθινός, γνήσιος

    и́стинная пра́вда — η καθαρή αλήθεια

    Русско-греческий словарь > истинный

  • 13 кстати

    кстати 1. (уместно) ( ακριβώς) στην ώρα· прийти \кстати έρχομαι στην ώρα· вы пришли очень \кстати ήρθατε στην κατάλληλη στιγμή 2. вводн. слово; где он, \кстати? πού είναι, αλήθεια, αυτός;
    * * *
    1.
    ( уместно) (ακριβώς) στην ώρα

    прийти́ кста́ти — έρχομαι στην ώρα

    вы пришли́ о́ченькста́ти — ήρθατε στην κατάλληλη στιγμή

    2.
    вводн. Слово

    где он, кста́ти? — πού είναι, αλήθεια, αυτός

    Русско-греческий словарь > кстати

  • 14 неправда

    неправда ж η αναλήθεια· το ψέμα (ложь)' это \неправда ( αυτό) δεν είναι αλήθεια, ( αυτό) είναι ψέμα
    * * *
    ж
    η αναλήθεια; το ψέμα ( ложь)

    э́то непра́вда — (αυτό) δεν είναι αλήθεια, (αυτό) είναι ψέμα

    Русско-греческий словарь > неправда

  • 15 неужели

    неужели είναι δυνατό; μήπως; \неужели это правда? μα είναι αλήθεια; σοβαρά το λέτε;
    * * *
    είναι δυνατό; μήπως

    неуже́ли э́то пра́вда? — μα είναι αλήθεια; σοβαρά το λέτε

    Русско-греческий словарь > неужели

  • 16 самый

    самый 1. (в знач. именно) αυτός, ο ίδιος· с \самыйого утра από πρωί πρωί* в \самыйом начале από την αρχή; до \самыйого вечера ως το βράδυ· до \самыйого дома μέχρι το σπίτι" в то \самыйое время την ίδια ώρα 2. (при образовании превосх. ст.) πιο* \самый сильный о πιο δυνατός; \самыйое главное το κυριότερο ◇ в \самыйом деле αλήθεια, πραγματικά
    * * *
    1. в знач. именно
    αυτός, ο ίδιος

    с са́мого утра́ — από πρωί πρωί

    в са́мом нача́ле — από την αρχή

    до са́мого ве́чера — ως το βράδυ

    до са́мого до́ма — μέχρι το σπίτι

    в то са́мое вре́мя — την ίδια ώρα

    2. при образовании превосх. ст.

    са́мый си́льный — ο πιο δυνατός

    са́мое гла́вное — το κυριότερο

    ••

    в са́мом де́ле — αλήθεια, πραγματικά

    Русско-греческий словарь > самый

  • 17 говорить

    говор||и́ть
    несов
    1. (ό)μιλώ, λέγω, διαλέγομαι, συζητώ, κουβεντιάζω:
    \говорить πο-ру́сски (по-гречески и т. п.) ὀμιλῶ ρωσικά (ελληνικά κ.λ.π.)· ребенок еще не \говоритьнт τό μωρό ἀκόμη δέν μιλάει· \говорить впусту́ю μιλάω στό βρόντο, χάνω τά λόγια μου· манера \говорить ὁ τρόπος ὁμιλίας· \говорить в нос μιλάω μέ τή μύτη· не давать \говорить δέν ἀφήνω νά μιλήσει·
    2. (что-л. кому-л. или ὁ ком-л., ὁ чем-л.) λέγω:
    \говорить правду λέγω τήν ἀλήθεια· \говорить речь βγάζω λόγο, ἐκφωνῶ λόγον, ἀγορεύω· \говорить вздор λέγω ἀνοησίες·
    3. (с кем-л.) συζητώ, κουβεντιάζω·
    4. (свидетельствовать) δείχνω, μαρτυρώ, σημαίνω:
    это \говоритьит само за себя εἶναι αὐτονόητο· это \говоритьит в его пользу αὐτό εἶναι ὑπέρ αὐτοῦ· ◊ нечего \говорить, что и \говорить ὁϋτε συζήτηση, βέβαια, ἀσφαλῶς, σωστἄ легко тебе \говорить ἐξω ἀπ' τό χορό πολλά τραγούδια λένε· не \говоритья ни слова χωρίς νά πή κουβέντα· откровенно \говоритья νά πούμε τήν ἀλήθεια· собственно \говоритья ἐδῶ πού τά λέμε· иначе \говоритья μ' ἄλλα λόγια· короче \говоритья κοντολο-γής· между нами \говоритья ἐδῶ πού τά λέμε μεταξύ μας· не \говоритья уже ὁ... γιά νά μήν ἀναφέρω καί...· \говоритьят, что... λένε πώς...· \говоритьит Москва! радио μιλάει ἡ Μόσχα!.

    Русско-новогреческий словарь > говорить

  • 18 неужели

    неужели
    частица вопр. στ' ἀλήθεια, σοβαρά, πραγματικά εἶναι δυνατόν:
    \неужели это правда? σοβαρά τό λέτε;· \неужели он уехал? στ' ἀλήθεια Εφυγε;

    Русско-новогреческий словарь > неужели

  • 19 право

    прав||о I
    с
    1. τό δικαίωμα:
    \право голоса τό δικαίωμα ψήφου· всеобщее избирательное \право δικαίωμα ψήφου γιά ὅλους· гражданские \правоа́ τά πολιτικά δικαιώματα· поражение в \правоа́х ἡ στέρησις τῶν δικαιωμάτων восстановление в \правоах ἡ ἀποκατάσταση τῶν δικαιωμάτων получить \право гражданства прям., перен πολιτογρα-φοῦμαι· отстаивать свой \правоа́ διεκδικώ τά δικαιώματα μου· иметь \право на что́-л. ἔχω δικαίωμα γιά κάτν лишать \правоа στερώ τών δικαιωμάτων вступать в свой \правоа μπαίνω σέ ἰσχύ, τίθεμαι ἐν ίσχύϊ· весна вступила в свой \правоа Εφτασε ἡ ἀνοιξη· с полным \правоом μέ πλήρες δικαίωμα· по какому \правоу? μέ ποιο δικαίωμα;· по \правоу δικαιωματικά· 2· юр. τό δίκαιο[ν]:
    гражданское \право τό ἀστικό δίκαιο· уголовное \право τό ποινικό δίκαιο· международное \право τό διεθνές δίκαιο·
    3. (свидетельство) ἡ ἄδεια:
    водительские \правоа ἄδεια ὀδηγοῦ αὐτοκινήτου.
    право II
    вводн. сл. μά τήν ἀλήθεια:
    я, \право-, не знаю μά τήν ἀλήθεια δέν ξέρω.

    Русско-новогреческий словарь > право

  • 20 уж

    уж I
    м зоил. ἡ δεντρογαλιά.
    уж II
    1. нареч см. уже́·
    2. частица разг:
    уж я его́ проучу ἔννοια σου καί θά τόν κανονίσω ἐγώ·
    3. частица (право) разг μά τήν ἀλήθεια:
    очень уж много дела μά τήν ἀλήθεια ἔχει πολύ δουλειά,

    Русско-новогреческий словарь > уж

См. также в других словарях:

  • ἀληθεία — ἀληθείᾱ , ἀλήθεια truth fem nom/voc/acc dual ἀληθείᾱ , ἀλήθεια truth fem nom/voc/acc dual (epic) ἀληθείᾱ , ἀλήθεια truth fem nom/voc sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀληθείᾳ — ἀληθείᾱͅ , ἀλήθεια truth fem dat sg (attic doric aeolic) ἀληθείᾱͅ , ἀλήθεια truth fem dat sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλήθεια — ἀλήθεια , ἀλήθεια truth fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλήθεια — truth fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλήθεια — Η ακρίβεια. Αυτό που δεν είναι ψευδές ή πλαστό. Αυτό που υπάρχει αντικειμενικά. Η πραγματικότητα. Η α. συνιστά το πρωταρχικό και δυσκολότερο πρόβλημα της ανθρώπινης γνώσης. Είναι το πρωταρχικό, στον βαθμό που η προσπάθεια για την προσέγγισή του… …   Dictionary of Greek

  • αλήθεια — η 1. η συμφωνία με την πραγματικότητα: Είπα την αλήθεια και μόνο. 2. ό,τι δεν μπορεί τότε που λέγεται να αμφισβητηθεί (φιλοσοφική, επιστημονική αλήθεια κτλ.): Οι μαθηματικές αλήθειες είναι οι πιο σταθερές. 3. ως επίρρ., αληθινά: Αλήθεια, λένε πως …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀληθεῖᾳ — ἀληθεῖαι , ἀλήθεια truth fem nom/voc pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλήθειᾳ — ἀλήθειαι , ἀλήθεια truth fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τι ἐστίν ἀλήθεια. — τι ἐστίν ἀλήθεια. См. Что есть истина? …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Φίλος μὲν Σωκράτης, ἀλλὰ φιλτάτη ἡ ἀλήθεια. — φίλος μὲν Σωκράτης, ἀλλὰ φιλτάτη ἡ ἀλήθεια. См. Варвара мне тетка, а правда сестра …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ἀληθείας — ἀληθείᾱς , ἀλήθεια truth fem acc pl ἀληθείᾱς , ἀλήθεια truth fem gen sg (attic doric aeolic) ἀληθείᾱς , ἀλήθεια truth fem acc pl (epic) ἀληθείᾱς , ἀλήθεια truth fem gen sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»