αλέθω
1αλέθω — αλέθω, άλεσα βλ. πίν. 37 …
2αλέθω — (Μ ἀλέθω) 1. (για δημητριακά) μεταβάλλω σε αλεύρι, αλευροποιώ 2. (για οποιαδήποτε προϊόντα) μεταβάλλω σε σκόνη ή πολτό, κονιοποιώ, πολτοποιώ 3. τρώγω με βουλιμία, καταβροχθίζω, ροκανίζω 4. καρπώνομαι αθέμιτα οφέλη 5. νεοελλ. φρ. «αλέθει η γλώσσα… …
3αλέθω — άλεσα, αλέστηκα, αλεσμένος 1. αλευροποιώ: Σε μερικά χωριά αλέθουν ακόμη το στάρι με το χερόμυλο. 2. κάνω κάτι σκόνη: Αγόρασαν ένα μύλο για να αλέθουν τον καφέ. 3. μασώ και χωνεύω καλά: Ο μύλος μου αλέθει καλά …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4αλώ — ἀλῶ ( έω) (Α) 1. (στον Όμηρο μόνο ως κατ αλῶ) συντρίβω, μεταβάλλω σε σκόνη, αλέθω 2. φρ. «βίος ἀληλεμένος», ζωή πολιτισμένη, άνετη (δηλ. πολιτιστική κατάσταση, όπου γίνεται χρήση αλεσμένου σιταριού και όχι καρπών στη φυσική τους κατάσταση).… …
5επαλετρεύω — ἐπαλετρεύω (Α) αλέθω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αλετρεύω (< αλετρίς < αλώ «αλέθω»)] …
6καταλέω — (Α) κατατρίβω, αλέθω καλά με τον χειρόμυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀλέω «αλέθω»] …
7μύλη — η (ΑΜ μύλη) 1. χειρόμυλος 2. το στρογγυλό οστό τής επιγονατίδας 3. σαρκώδης όγκος τής μήτρας, ο οποίος παρατηρείται κατά την κύηση και που σήμερα ορίζεται ως προϊόν εκφύλισης τών τροφοβλαστικών λαχνών τού πλακούντα, οι οποίες μετασχηματίζονται σε …
8συναλήθω — Α αλέθω μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀλήθω, μτγν. τ. τού ἀλῶ «αλέθω»] …
9συναλώ — έω, Μ αλέθω μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀλῶ «συντρίβω, αλέθω»] …
10άλειαρ — ἄλειαρ ( ατος), το (Α) συνήθως στον πληθ. τά ἀλείατα αλεύρι από σιτάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παράλληλος τ. ἄλεαρ (< *ἄλε Fαρ < ἀλῶ* «αλέθω»), με μετρική έκταση επίσης και ο τ. τού πληθ. ἀλείατα < παράλληλος τ. ἀλέατα (< *ἀλέ Fατα), με… …