αλέθω

  • 51τορύνη — (I) ἡ, Α κουτάλα για το ανακάτεμα τού φαγητού στη χύτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. τορύνη έχει προέλθει μέσω ενός τ. *τυρ ύνη (με ανομοιωτική τροπή τού υ σε ο ) από τη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *twer «κουνώ, γυρίζω… …

    Dictionary of Greek

  • 52υδραλέτης — ὁ, Α 1. υδρόμυλος 2. τεχνικός που εργάζεται σε υδρόμυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + αλέτης (< ἀλῶ «αλέθω»), πρβλ. κεγχρ αλέτης] …

    Dictionary of Greek

  • 53υπερκατεργάζομαι — Α (με παθ. σημ.) υφίσταμαι κατεργασία, υφίσταμαι εξάντληση πέρα από το κανονικό όριο («ὑπερκατεργασθέντος τοῡ αἵματος», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + κατεργάζομαι «επεξεργάζομαι, διεκπεραιώνω, προπαρασκευάζω με τη μάσηση την τροφή για την πέψη,… …

    Dictionary of Greek

  • 54χόνδρος — I Μικρό νησί στα Δωδεκάνησα, στη συστάδα της Κύμης και στον κόλπο της Δωρίδας του νησιού Κως, Δ του νησιού Νήμος. II Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ.), στην πρώην επαρχία Σελίνου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαρακήνας. * * *… …

    Dictionary of Greek

  • 55ψαίω — Α τρίβω, κοπανίζω, αλέθω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. τ. ψαίω (από όπου τα ψαιστός, ψαίστωρ, ψαῖ[σ]μα) είναι μτγν. δευτερογενής σχηματισμός τού ενεστ. ψήω / ψῆν / ψάω «τρίβω» (πρβλ. κναίω: κνῆν: κνάω). Οι ενεστ. σχηματισμοί με δίφθογγο αι (πρβλ. πταίω,… …

    Dictionary of Greek

  • 56ωμήλυσις — ύσεως, ἡ, ΜΑ χοντροκοπανισμένο αλεύρι από ωμό σιτάρι ή κριθάρι, που το χρησιμοποιούσαν, κυρίως, για την παρασκευή καταπλασμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + ήλυσις, αντί *ὠμ ήλεσις (πρβλ. ὠμ ήλετον) < ἀλέ(F)ω «συντρίβω, αλέθω» (με μηδενισμένο το… …

    Dictionary of Greek

  • 57κόβω — και κόφτω έκοψα, κόπηκα, κομμένος 1. τεμαχίζω, μοιράζω: Κόβω το καρπούζι. 2. τραυματίζω, πληγώνω: Έκοψα το πρόσωπό μου με το ξυράφι. 3. κόβω κάτι και το πετάω ως άχρηστο: Κόβω τα νύχια μου. 4. αλέθω, κοπανίζω: Θα κόψουμε καφέ. 5. αποβάλλω κακή… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 58τρίβω — έτριψα, τρίφτηκα, τριμμένος 1. μαλάζω κάτι μετακινώντας πάνω του άλλο σώμα: Τρίβω το γόνατο με το χέρι. 2. βγάζω με την τριβή, αποσπώ: Τρίβω το καλαμπόκι. 3. καθαρίζω: Τρίβει τα τζάμια. 5. συντρίβω, κάνω σκόνη, αλέθω: Τρίβω πιπέρι. 6. (για ρούχα) …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)