αλέθω

  • 41νεοηλής — νεοηλής, ές (Α) αυτός που αλέστηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ηλής (< ἀλῶ «αλέθω»). Το η τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] …

    Dictionary of Greek

  • 42ξαλέθω — τελειώνω το άλεσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + αλέθω] …

    Dictionary of Greek

  • 43πασπαλέτης — ὁ, Α ο κεγχραλέτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αμάρτυρο *πασπαλαλέτης, με απλολογία (< πάσπαλος + ἀλέτης < ἀλέω «αλέθω»)] …

    Dictionary of Greek

  • 44περιπτίσσω — Α 1. αφαιρώ τον φλοιό γύρω γύρω, ξεφλουδίζω 2. (ειδικά) αλωνίζω και καθαρίζω σιτηρά από τα άχυρα 3. (η μτχ. αρσ. πληθ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) oἱ περιεπτισμένοι μτφ. αστοί απαλλαγμένοι από ξένα στοιχεία, αμιγείς αστοί («ἀλλ ἐσμὲν αὐτοὶ νῡν γε… …

    Dictionary of Greek

  • 45πτίσσω — και πτίττω Α 1. εκλεπίζω, αποφλοιώνω, ξεφλουδίζω κριθάρι ή άλλα δημητριακά 2. κοπανίζω μέσα σε γουδί. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχ. λ., όρος τής γεωργίας, η οποία ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *peis / *pis «λειανίζω, συντρίβω, κοπανίζω, αλέθω σε γουδί» και συνδέεται με …

    Dictionary of Greek

  • 46πυρός — (I) και σπυρός, ὁ, Α 1. το σιτάρι, ο σίτος 2. κόκκος σιταριού 3. φρ. «πυρὸς ἄγριος» το φυτό χελιδόνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκή ονομασία τού σιταριού, η οποία ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *pūro «κόκκος, σιτηρά» και συνδέεται με τ. άλλων γλωσσών, που δηλώνουν… …

    Dictionary of Greek

  • 47πύρνος — ὁ, Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «ψωμός» 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «τὸ ἀπόκλασμα τοῡ ἄρτου» 3. στον πληθ. πύρνοι (κατά τον Ησύχ.) «ζειαὶ κνηστώδεις, ἤ ὁ κατειργασμένος σῑτος, ἄλλοι χόρτας, ἄλλοι μαγίδα». [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκός όρος αβέβαιης ετυμολ. Σύμφωνα με… …

    Dictionary of Greek

  • 48σιταλετικός — ή, όν, Α κατάλληλος για άλεση σίτου («σιταλετική μηχανή», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + αλετικός (< ἀλῶ «αλέθω»)] …

    Dictionary of Greek

  • 49συλλεαίνω — και ιων. τ. συλλειαίνω Α 1. λειαίνω κάτι τρίβοντάς το με κάτι άλλο 2. (απλώς) αλέθω, κοπανίζω κάτι 3. μτφ. (για σάλο) κοπάζω, καθησυχάζω 4. παθ. συλλεαίνομαι μτφ. αφομοιώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + λεαίνω / λειαίνω] …

    Dictionary of Greek

  • 50συντρίβω — ΝΜΑ [τρίβω] 1. κάνω κομμάτια, θρυμματίζω, κατακομματιάζω (α. «το αυτοκίνητο συνετρίβη μετά τη σύγκρουση» β. «πρῶτον μὲν συνέτριβον τὰ σκευάρια», Αισχίν.) 2. (σχετικά με μέλη τού σώματος) σπάζω, κάνω θρύψαλα 3. μτφ. α) καταστρέφω ολοσχερώς,… …

    Dictionary of Greek