αλέθω
21αλεστός — ή, ό (Μ ἀλεστός, ή, όν) αλεσμένος («αλεστός καφές»). [ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματ. επίθ. τού αλέθω. ΠΑΡ. νεοελλ. άλεστος] …
22αλετρίβανος — ἀλετρίβανος, ο (Α) αυτό που αλέθει και τρίβει, το γουδοχέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Δημώδης τ., που δηλώνει εργαλείο η λ. είναι σύνθετη το β συνθετικό τής λ. συνδέεται με το ρ. τρίβω, πιθανότατο με επίδραση τής λ. κρίβανος (κλίβα νος). Το α συνθ. όμως… …
23αλετρεύω — (I) ἀλετρεύω (Α) [ἀλετρίς] αλέθω. (II) οργώνω με αλέτρι, αλετρίζω, οργώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλέτρι ή απευθείας από το αρχ. ἀροτρεύω, με αφομοιωτική τροπή του ο σε ε και ανομοιωτική τροπή τού ρ σε λ . ΠΑΡ. νεοελλ. αλετρευτής] …
24αλητός — ἀλητός, ο (Α) η πράξη τού αλέσματος, άλεση, άλεσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητικός τ. αντί ἀλετός, ο «η πράξη τού αλέσματος» (< ἀλῶ «αλέθω»)] …
25αλφιτεύω — ἀλφιτεύω (Α) αλέθω σιτάρι ή κριθάρι για να κάνω αλεύρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλφιτεύς. ΠΑΡ. αρχ. ἀλφιτεία, ἀλφιτεῖον] …
26αμαλός — ἀμαλός, ή, όν (Α) 1. (κυρίως για νεογνά ζώων) μαλακός, απαλός, τρυφερός 2. ασθενικός, αδύναμος 3. (ανώμαλος συγκριτικός) ἀμαλέστερος, α, ον. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητικό επίθετο, γνωστό ήδη από τον Όμηρο, που χαρακτηρίζει νεογνά ζώων. Στον Ευριπίδη η λ.… …
27ανάλεστος — η, ο [αλέθω] 1. αυτός που δεν αλέστηκε, άτριφτος, άκοπος 2. αυτός που δεν άλεσε …
28ανέω — ἀνέω (Α) 1. αποφλοιώνω, λιχνίζω δημητριακά 2. κοπανίζω στο γουδί, αλέθω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ᾱνέω < *α Fαν έω (με προθεματικό α) μετά από σίγηση του F και συναίρεση] …
29ερείκω — ἐρείκω (Α) 1. σχίζω, χωρίζω («ἐρεικόμενος περὶ δουρί» σχισμένος, κομματιασμένος απ’ το δόρυ, Ομ. Ιλ.) 2. διασχίζω («ἤρεικον χθόνα» διέσχιζαν με το άροτρο πηγή, Ησίοδ.) 3. θραύω, σπάζω, συντρίβω («ναῡς γὰρ πρὸς ἀλλήλαισι Θρῇκιαι πνοαὶ ἤρεικον» οι… …
30καταπτίσσω — και αττ. τ. καταπτίττω (Α) αποφλοιώνω κάτι εντελώς, ξελεπίζω με κοπάνισμα ή άλεσμα, χοντροκόβω, χοντροαλέθω, κατατρίβω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πτίσσω «αλέθω, αποφλοιώνω»] …