αλέθω

  • 11άλεστος — η, ο ο μη αλεσμένος, ανάλεστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεστός. ρηματ. επίθ. τού αλέθω η στερητική σημασία του αρκτικού α προήλθε από τον αναβιβασμό του τόνου] …

    Dictionary of Greek

  • 12άλευρο — το (Α ἄλευρον) (συνήθως στον πληθυντικό) τα άλευρα α) αλεσμένο σιτάρι β) κάθε αλεσμένο δημητριακό. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἄλε υρ ον προέρχεται από επαυξημένη ρίζα τού ρήμ. ἀλῶ* «αλέθω». Παρόμοια επαύξηση (F(α)ρ/υρ) παρατηρείται στην αντίστοιχη αρμενιακή… …

    Dictionary of Greek

  • 13άλιξ — ἄλιξ ( ικος), ο (Α) 1. χόνδρος από ρυζάλευρο 2. ζωμός ψαριού, ψαρόσουπα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογικής προελεύσεως. Πιθανότερη θεωρείται η ετυμολογική σύνδεση τής λ. με το ρ. ἀλῶ ( έω) «αλέθω». Ο σχηματισμός τού τ. ἄλιξ πιθ. να οφείλεται σε… …

    Dictionary of Greek

  • 14άρτος — ο (AM ἄρτος) 1. το ψωμί 2. φρ. α) «ο επιούσιος άρτος» οι καθημερινές ανάγκες διατροφής β) μτφ. «Ο Άρτος της ζωής» ο Χριστός μσν. νεοελλ. 1. ο άρτος της Θείας Ευχαριστίας 2. ο άρτος που χρησιμοποιείται στην αρτοκλασία* 3. το κομμάτι του άρτου που… …

    Dictionary of Greek

  • 15αδράλεστος — ἀδράλεστος, ον (Μ) (κυρίως για το σιτάρι) χοντροαλεσμένος, που δεν έχει αλεστεί για να γίνει ψιλό αλεύρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁδρός + ἀλέθω] …

    Dictionary of Greek

  • 16αλέσιμο — το [αλέθω] το άλεσμα …

    Dictionary of Greek

  • 17αλήθω — ἀλήθω (Α) (μεταγενέστερος τύπος αντί τού αττικού ἀλῶ, μόνο στον ενεστώτα και παρατατικό) αλέθω. [ΕΤΥΜΟΛ. Επαυξημένος τ. τού ρ. ἀλῶ ( έω)] …

    Dictionary of Greek

  • 18αλεσιά — η [αλέθω] 1. άλεση, άλεσμα 2. ποσότητα δημητριακών, καφέ κ.λπ., που παίρνουμε με ένα άλεσμα …

    Dictionary of Greek

  • 19αλεστήρι — το [αλέθω] 1. αλεστικό μηχάνημα, μύλος 2. το κτίσμα στο οποίο είναι εγκατεστημένο το αλεστικό μηχάνημα …

    Dictionary of Greek

  • 20αλεστής — ο 1. αυτός που αλέθει, ο μυλωνάς 2. αυτός που έρχεται στον μύλο για άλεσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλέθω. ΠΑΡ. νεοελλ. αλεστικός] …

    Dictionary of Greek