ακτινώδης
1ἀκτινώδης — like rays masc/fem acc pl (attic epic doric) ἀκτινώδης like rays masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) ἀκτινώδης like rays masc/fem nom sg …
2ακτινώδης — ες (Α ἀκτινώδης) [ἀκτίς] ακτινοειδής …
3ἀκτινώδεις — ἀκτινώδης like rays masc/fem acc pl ἀκτινώδης like rays masc/fem nom/voc pl (attic epic) …
4ἀκτινώδεσιν — ἀκτινώδης like rays masc/fem/neut dat pl …
5ἀκτινώδους — ἀκτινώδης like rays masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …
6-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …
7ακτίνα — Μια από τις φωτεινές γραμμές που εκπέμπονται από ένα φωτεινό σώμα (π.χ. οι α. του ήλιου). Γενικά, κάθε φανταστική γραμμή που ξεκινά από ένα κεντρικό σημείο προς κάθε διεύθυνση (π.χ. οπτική α.). Η έκταση έως την οποία μπορεί να φτάσει κάποια… …