ακρωτηριασμός
1ἀκρωτηριασμός — amputation masc nom sg …
2ακρωτηριασμός — Η απώλεια ενός μέλους του σώματος ή, ευρύτερα, η απώλεια κάποιας ικανότητας ενός ατόμου. Στην ιατρική α. ονομάζεται η χειρουργική αφαίρεση μέλους ή τμήματος μέλους του σώματος ή τμήματος ενός οργάνου. Οι λόγοι που οδηγούν τον χειρουργό να κάνει α …
3ἀκρωτηριασμοί — ἀκρωτηριασμός amputation masc nom/voc pl …
4ἀκρωτηριασμοῦ — ἀκρωτηριασμός amputation masc gen sg …
5ἀκρωτηριασμούς — ἀκρωτηριασμός amputation masc acc pl …
6ἀκρωτηριασμῶν — ἀκρωτηριασμός amputation masc gen pl …
7ἀκρωτηριασμῷ — ἀκρωτηριασμός amputation masc dat sg …
8ἀκρωτηριασμόν — ἀκρωτηριασμός amputation masc acc sg …
9ακρωτηρίαση — ακρωτηρίαση, η και ακρωτηριασμός, ο 1. η αποκοπή των άκρων σώματος ή πράγματος: Ο ακρωτηριασμός τού έσωσε τη ζωή. 2. υπερβολικό μίκρεμα κάποιου πράγματος: Αυτό δεν ήταν κλάδεμα, αλλά ακρωτηρίαση των δέντρων …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
10ακρωνία — ἀκρωνία, η (Α) [ἄκρων] πιθ. ο ακρωτηριασμός …