ακρωτηριασμός

  • 31ρινικοπία — η, Ν [ρινοκοπώ] αποκοπή, ακρωτηριασμός τής μύτης …

    Dictionary of Greek

  • 32ρινοτομία — η / ῥινοτομία, ΝΜ [ῥινοτομῶ] ακρωτηριασμός τής μύτης, μία από τις ποινές που επιβαλλόταν σε όσους στασίαζαν εναντίον τής νόμιμης βασιλικής εξουσίας στο Βυζάντιο νεοελλ. ιατρ. διάνοιξη τών ρινικών κοιλοτήτων για εκτέλεση χειρουργικών επεμβάσεων …

    Dictionary of Greek

  • 33σωματικός — ή, ό / σωματικός, ή, όν, ΝΜΑ [σώμα, σώματος] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στο σώμα (α. «σωματική διάπλαση» β. «σωματικαὶ ἐργασίαι», πάπ. γ. «πόνοι σωματικοί», επιγρ. δ. «σωματικὰ ἔργα», Αριστοτ.) 2. αυτός που έχει σωματική, υλική… …

    Dictionary of Greek

  • 34αυτοτομία ή αυτότμηση — Ο ακρωτηριασμός ορισμένου μέλους του σώματος κάποιου ζώου, που οφείλεται είτε σε ανακλαστικές είτε σε βουλητικές διεργασίες του έμβιου όντος. Έχουν επισημανθεί διάφορες περιπτώσεις α., όπως αυτή που αποτελεί αμυντικό μέσο του ζώου, ή τρόπο… …

    Dictionary of Greek