ακρωτηριασμός

  • 21κουτσούρεμα — το [κουτσουρεύω] 1. αποκοπή, ακρωτηριασμός 2. μείωση, περιορισμός, περικοπή …

    Dictionary of Greek

  • 22κρυοπάγημα — Το σύνολο των διαταραχών που προκαλούνται σε ιστούς του σώματος ως συνέπεια της τοπικής επίδρασης του ψύχους. Το κ. προσβάλλει συχνότερα τα άκρα, τη μύτη, τα αφτιά, τα χέρια και τα πόδια. Η έκθεση του ανθρώπινου σώματος σε χαμηλές θερμοκρασίες… …

    Dictionary of Greek

  • 23κυλλότης — κυλλότης, ἡ (AM) [κυλλός] 1. η ιδιότητα τού κουτσού, η χωλότητα 2. ακρωτηριασμός ή παραμόρφωση 3. γεν. κακή, άθλια κατάσταση …

    Dictionary of Greek

  • 24λώβα — και λούβα και λώβη, η (AM λώβη, Μ και λώβα και λούβα) η νόσος λέπρα αρχ. 1. κακή μεταχείριση, κακοποίηση («λώβη τε καὶ διαφθορά», Πλάτ.) 2. προσβολή, χλευασμός, ατίμωση, ύβρη («τίσετε λώβην» θα τιμωρηθείτε για την προσβολή, Ομ. Ιλ.) 3.… …

    Dictionary of Greek

  • 25μασχαλισμός — Έθιμο διάφορων λαών κατά την αρχαιότητα. Αναφέρεται από τους τραγικούς ποιητές και σύμφωνα με αυτό, ο δολοφόνος έκοβε ένα μέλος του σώματος του νεκρού και το κρεμούσε από τον τράχηλο προς τη μασχάλη, προς αποτροπή της εκδίκησης του θύματος· η… …

    Dictionary of Greek

  • 26μελοκόπησις — μελοκόπησις, ἡ (Α) [μελοκοπώ] η αποκοπή τών μελών, ο ακρωτηριασμός …

    Dictionary of Greek

  • 27πήρωμα — τὸ, Α [πηρώ] 1. ακρωτηριασμένο ή ατελές ζώο 2. πήρωση, ακρωτηριασμός, αναπηρία …

    Dictionary of Greek

  • 28πήρωση — η / πήρωσις, εως, ΝΜΑ [πηρώ] 1. βλάβη ή ατέλεια, αναπηρία, ανικανότητα ενός μέλους τού σώματος ή μιας αισθήσεως (α. «γῆρας ὁλόκληρός ἐστι πήρωσις», Δημόκρ. β. «πήρωσις ἀκοῆς», Πλούτ.) 2. (ειδ.) η τύφλωση («καὶ ὁ ἥλιος φανεὶς ἰᾱται τὴν πήρωσιν»,… …

    Dictionary of Greek

  • 29περικοπή — η, ΝΜΑ [περικόπτω] πληθ. οι περικοπές και αι περικοπαί εκκλ. αποσπάσματα ή τμήματα τής Αγίας Γραφής τα οποία διαβάζονται στις διάφορες ακολουθίες τής θείας λατρείας, όπως είναι τα μέρη τών Ευαγγελίων και τών Επιστολών τών αποστόλων, που… …

    Dictionary of Greek

  • 30πηρότης — ητος, ἡ Μ [πηρός] πήρωοη, αναπηρία, ακρωτηριασμός, ατέλεια …

    Dictionary of Greek