ακρον

  • 111πορφυρίζω — (I) ΝΜΑ [πορφύρα] νεοελλ. μέσ. πορφυρίζομαι παίρνω πορφυρό χρώμα («και πορφυρίζονται πάντες οι ουράνιοι κάμποι», Κάλβ.) μσν. αρχ. έχω χρώμα υποπόρφυρο, το χρώμα μου πλησιάζει το πορφυρό (α. «ἔχον ἐπ ἄκρον κεφάλια ἄνθους πορφυρίζοντα», Διοσκ.) β.… …

    Dictionary of Greek

  • 112πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …

    Dictionary of Greek

  • 113προκατέχω — Α 1. κατέχω ή αποκτώ εκ τών προτέρων 2. προκαταλαμβάνω, προκυριεύω («προκατέχειν τὸ ἄκρον», Ξεν.) 3. (σχετικά με τόπο) είμαι εγκατεστημένος, βρίσκομαι σε ένα μέρος («ὃν προκατεῑχε τόπον», Αιλ. Τακτ.) 4. υπερτερώ, προηγούμαι από άλλον σε κάτι («οἱ …

    Dictionary of Greek

  • 114ροπάλωσις — ώσεως, ἡ, Α ασθένεια τών μαλλιών («ῥοπάλωσίς ἐστιν ἡ κατὰ τὸ ἄκρον τῶν τριχῶν ἀμερὴς σχέσις μετὰ τοῡ μηκέτι συναύξεσθαι», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόπαλον + ωσις (πρβλ. κυάν ωσις)] …

    Dictionary of Greek

  • 115σαύλος — αύλη, ον, Α 1. (για τρόπο βαδίσματος και συμπεριφοράς) επιτηδευμένος, θηλυπρεπής, προκλητικός, ο τρόπος με τον οποίο βάδιζαν οι εταίρες και οι βακχεύουσες 2. (για ίππο) αυτός που βαδίζει καμαρωτά («σαῡλος βαίνειν, ἵππος ὡς κορωνίδης», Σιμων.) 3.… …

    Dictionary of Greek

  • 116σπανός — (I) ή, ό / σπανός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που έχει αραιές ή δεν έχει καθόλου τρίχες στο πρόσωπό του (α. «ήταν γέρος και σπανός και άσχημος» β. «τὸ εἶδος αὐτοῡ... σπανόν, ἐπὶ τοῡ χείλους μόνον ἔχων τρίχας, καὶ εἰς τὸ ἄκρον τοῡ πώγωνος», Παλλάδ.) νεοελλ …

    Dictionary of Greek

  • 117στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το …

    Dictionary of Greek

  • 118συναναβράσσω — Μ (για την άβυσσο) αναβράζω απ άκρου εις άκρον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀναβράσσω «βράζω εντελώς»] …

    Dictionary of Greek

  • 119τέρθρο — το / τέρθρον, ΝΑ ναυτ. το εξώτατο άκρο τού κέρατος τού επιδρόμου, κν. σήμερα πινό τού πικιού αρχ. 1. το πιο ακραίο, το έσχατο σημείο ενός πράγματος («ῥινῶν ἔσχατα τέρθρα», Πολυδ.) 2. το τέρμα τής ζωής, ο θάνατος 3. (για ασθένεια) κρίση 4. (για… …

    Dictionary of Greek

  • 120τερθρωτήρ — ῆρος, ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) το άκρο τής πρώρας πλοίου όπου ο πρωρεύς φύλαγε σκοπιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέρθρον* «άκρον» + επίθημα (ω)τήρ (πρβλ. πλωτήρ)] …

    Dictionary of Greek